Ας μείνουμε όμως λίγο περισσότερο στο ολοκαύτωμα του Μεσολογγίου… Αυτοί οι άνθρωποι-φαντάσματα, που μόλις μπορούν να κρατούν το ντουφέκι στο χέρι, έχουν καταβάλει τον αριθμό, τη δύναμη, τα κανόνια, την συντριπτική υπεροχή της ύλης και στέκουν αλύγιστοι, πιστοί στο θείο θέλημα, που έπλασε τον άνθρωπο ελεύθερο.
Πεθαίνουν κάθε στιγμή από την πείνα, μα μένουν ωστόσο αλύγιστοι, γιατί δεν ακούνε παρά τις ουράνιες σάλπιγγες, που τους καλούν στην εκπλήρωση της θείας βουλής.
«Όλοι αυτοί οι Μεσολογγίτες-λέει ο Ελβετός συντάκτης των «Ελληνικών Χρονικών»-θα είναι σε λίγες ημέρες σκιές αγγέλων, μάρτυρες, μπροστά στο θρόνο του Θεού…».
Και στο φύλλο της 3ης Φεβρουαρίου 1826, το ίδιο περιοδικό, που τυπωνόταν στο πολιορκημένο Μεσολόγγι γράφει:
«Δέκα ολόκληροι μήνες πέρασαν αφ’ ότου ο Ρούμελ-Βαλεσής Ρεσίτ Μεχμέτ πασάς επλησίασεν εις τα τείχη μας. Με 100.000 βόμβας και κανονίων σφαίρας εκεραυνοβόλησεν ο Σερασκέρης ούτος το οχύρωμά μας τούτο το διάστημα. Έφοδοι συνεχείς και μάχαι από ξηράς και θαλάσσης αλλεπάλληλοι δεν μας άφησαν να λάβωμεν καθόλου την αναπνοήν μας, ενώ αφ’ ετέρου 1.500 αδελφοί μας κατέβησαν εις τους τάφους. Καθ’ όλον δε το μέγα και τρομερόν τούτο στάδιον η Ευρώπη εστάθη ατάραχος και ίσως εχύθη υπέρ ημών κανέν κρυφόν δάκρυον, αλλ’ αι άκαμπτοι καρδίαι τινών διπλωματικών της Ευρώπης δεν εθεώρησαν παρά ως απελπισμένους όλους αυτούς του μεγάλους αγώνας μας. Αλλοίμονον όμως! Κατέστησαν σιδηρούς τους βραχίονας μας και έδωκαν νέαν καρτερίαν εις τας ψυχάς μας, όχι η απελπισία, αλλ’ η υπέρ Πατρίδος μας αγάπη, ο υπέρ Χριστού έρως και η σταθερά μας τελευταία απόφασις του να ζήσωμεν Χριστιανοί ελεύθεροι, ειδεμή να χαθώμεν. Το οχύρωμα μας κατεστράφη, αι οικίαι μας εκρημνίσθησαν, τα υποστατικά μας κατεδαφίσθησαν, οι αδελφοί μας ετάφησαν, αλλ’ η ένδοξος σημαία του Σταυρού μένει και κυματεί επάνω εις τα ερείπια και εις τους τάφους».
Πηγή: ΠΝΟΕΣ ΠΙΣΤΕΩΣ, εκδόσεις “ΖΩΗΣ”, Αρχιμανδρίτου Ιωάννου Αλεξίου