Δ΄ εκατοντάδα των κεφαλαίων περί αγάπης |
ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ
«Η χωρίς πλάνη θεωρία των όντων χρειάζεται ψυχή απαλλαγμένη από τα πάθη. Μια τέτοια ψυχή λέγεται Ιερουσαλήμ, τόσο για την ολοκληρωμένη αρετή της, όσο και για την άυλη γνώση της, η οποία έρχεται όχι με την απουσία των παθών μόνο, αλλά ακόμη και των φαντασιών των αισθητών.
Χωρίς πίστη, ελπίδα και αγάπη, ούτε κανένα κακό καταργείται εντελώς, ούτε κανένα καλό κατορθώνεται. Η πίστη πείθει το νου που πολεμάει να προσφεύγει στο Θεό και του ετοιμάζει όλα τα πνευματικά όπλα για θάρρος και ενίσχυση. Η ελπίδα του γίνεται αψευδής εγγυητής της θείας βοήθειας και του υπόσχεται την κατανίκηση των δαιμονικών δυνάμεων. Η αγάπη τον κάνει δυσκολομετακίνητο, ή μάλλον τελείως ακίνητο από τη στοργή του Θεού κι όταν πολεμείται, προσηλώνοντας στο θείο πόθο όλη του τη φυσική δύναμη.
Η πίστη παρηγορεί το νου που πολεμείται, δυναμώνοντάς τον με την ελπίδα της θείας βοήθειας. Η ελπίδα, φέρνοντας μπροστά του τη βοήθεια που πίστεψε, αποκρούει την επίθεση των εχθρών. Η αγάπη νεκρώνει, για το νου που αγαπά το Θεό, την επίθεση των εχθρών, η οποία εξασθενίζει τελείως από την μεγάλη επιθυμία του Θεού.
Πρώτο και μοναδικό γέννημα της θείας όντως μερίδας, δηλαδή της αληθινής γνώσεως, είναι ο λόγος της θείας αναστάσεως μέσα μας μέσω της πίστεως, που μαζί με την απαραίτητη οικονομία της προαιρέσεως – δηλαδή τη διάκριση – εξουδετερώνει μ’ επιτυχία της επαναστάσεις των εκουσίων (και ακουσίων) πειρασμών. Γιατί η πίστη που οικονομείται σωστά με τα έργα των εντολών αποτελεί των πρώτη ανάσταση μέσα μας του Θεού, που με την άγνοια είχε νεκρωθεί σ’ εμάς.
Η στροφή προς το Θεό φανερώνει καθαρά την πλήρη ελπίδα σ’ Αυτόν, χωρίς την οποία δεν μπορεί κανένας με κανένα τρόπο να συγκατατεθεί σ’ ο,τιδήποτε στο Θεό• γιατί η ελπίδα έχει ιδίωμα να φέρνει μπροστά τα μέλλοντα ως παρόντα και να πείθει ότι, εκείνους που πολεμούνται από τις δαιμονικές δυνάμεις, καθόλου δεν τους αφήνει ο Θεός που τους υπερασπίζεται, αφού για χάρη Αυτού και εξαιτίας Αυτού γίνεται ο πόλεμος των Αγίων. Χωρίς προσδοκία, ή ευχάριστη ή δυσάρεστη, δε γίνεται ποτέ στροφή προς το καλό.
Πράγματι, τίποτε άλλο εκτός από την αγάπη δε μαζεύει τους διασκορπισμένους και δε δημιουργεί μια γνώμη μεταξύ τους που συγκρατείται με τη σύμπνοια. Γνώρισμά της είναι το κάλλος του να απονέμει κανείς την ίδια τιμή σε όλους. Αλλά και η αγάπη είναι γέννημα της συγκεντρώσεως και ενώσεως γύρω από τα θεία των ψυχικών δυνάμεων, δηλαδή της λογικής, της θυμικής και της επιθυμητικής. Στην κατάσταση αυτή, όσοι έλαβαν ήδη μέσω της χάρης το να θεωρούν όλους ίσους απέναντι του Θεού, χαράζουν στη μνήμη το κάλλος της θείας ωραιότητας και δε λησμονούν ποτέ την επιθυμία της θείας αγάπης, η οποία γράφει και εντυπώνει αυτό το καθαρό κάλλος στο νου, το ηγεμονικό μέρος της ψυχής».
(Δ΄ εκατοντάδα των κεφαλαίων περί αγάπης)