Τὶς δοκιμασίες καὶ τὶς θλίψεις, ποὺ ἔρχονται καὶ παρέρχονται καὶ ξεχνιοῦνται, μὴν τὶς ἀντιμετωπίζεις μὲ ἄλογη ἀπελπισία. Ὁ χρόνος φέρνει τὴ λήθη καὶ ἡ λήθη τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴ θεραπεία κάθε κακοῦ. Ὅλα εἶναι περαστικὰ καὶ φευγαλέα, ἡ εὐτυχία καὶ ἡ δυστυχία, ἡ χαρὰ καὶ ἡ λύπη, ἡ ἡδονὴ καὶ ὁ πόνος, ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος. Τὰ μόνα μόνιμα καὶ ἀμετάβλητα εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ καὶ ἡ αἰώνια κόλασις. Αὐτὸ μὴν τὸ ξεχνᾶς ποτέ.
Ἀκόμη κι ἂν ἁμάρτησες τόσο ὅσο κανεὶς ἄλλος ἄνθρωπος πάνω στὴ γῆ, πάλι μὴν ἀπελπίζεσαι. Δὲν ὑπάρχει ἁμάρτημα ἱκανὸ νὰ νικήσει τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τα ἁμαρτήματα ὅλων των ἀνθρώπων μαζὶ δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ τὴν ἄβυσσο τοῦ θείου ἐλέους. Ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ μᾶς σώζει δωρεάν.
Ὅσο ἁμαρτωλὸς κι ἂν εἶσαι στρέψε τὸ βλέμμα σου στὸν Κύριο, «Τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν», καὶ θὰ σωθεῖς κι ἐσὺ ὅπως σώθηκαν χιλιάδες ἁμαρτωλῶν μέσα στοὺς αἰῶνες. Μόνο σταμάτησε τὴν ἁμαρτία, μετανόησε βαθιὰ καὶ εἰλικρινά, ἐξομολογήσου στὸν πνευματικὸ καὶ ξεκίνα μιὰ νέα ἐν Χριστῷ ζωή. Ὁ ψαλμωδὸς σοῦ δείχνει τὸν δρόμο: «τὴν ἁμαρτίαν μου ἐγνώρισα καὶ τὴν ἀνομίαν μου οὐκ ἐκάλυψα· εἶπα· ἑξαγορεύσω κατ’ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίω· καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου» (Ψαλμ. 31: 5).
Μὴν ἀγανακτεῖς ποὺ τὰ πράγματα δὲν ἔρχονται πάντοτε ὅπως τὰ θέλεις ἐσὺ στὴ ζωή σου. Δὲν εἶναι δυνατόν, ἀλλὰ καὶ συμφέρον σου δὲν εἶναι, νὰ γίνονται ὅλα κατὰ τὴ σκέψη σου, κατὰ τὴν ἐπιθυμία σου, κατὰ τὸ θέλημά σου. Ἡ σκέψις σου πολὺ συχνὰ εἶναι πλανεμένη, ἡ ἐπιθυμία σου ἐμπαθής, τὸ θέλημά σου ὁλότελα ἐγωιστικό. Καὶ ὁ παντογνώστης Θεὸς φυσικὰ τὸ γνωρίζει αὐτό, ἔστω κι ἂν ἐσὺ δὲν τὸ συνειδητοποιεῖς. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπιτρέπει νὰ ἐκπληρώνονται πάντα οἱ ἐπιθυμίες σου, γιὰ νὰ μὴ βλαφθεῖ ἡ ψυχή σου, ὁ πιὸ πολύτιμος θησαυρὸς ποὺ διαθέτεις. «τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Ματθ. 16: 26).
Ἄφησε λοιπὸν τὸν ἑαυτό σου στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ἐγκατάλειψέ τον στὴν πανάγαθη βούλησή Του. Ἔγινε κάτι ὅπως τὸ ἤθελες; Εὐχαρίστησέ Τον. Δὲν ἔγινε; Δόξασέ Τον. Τίποτε δὲν σοῦ εἶναι ἀναγκαῖο, ἐφ’ ὅσον δὲν σοῦ τὸ δίνει ὁ Θεός. Τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα: νὰ μὴν ἀποξενωθεῖς ἀπὸ Ἐκεῖνον καὶ τὴ χάρη Του. Γι’ αὐτὸ «ἐπίρριψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου, καὶ αὐτός σε διαθρέψει· οὐ δώσει εἰς τὸν αἰῶνα σάλον τῷ δικαίω» (Ψαλμ. 54: 23). […]
Ὅλοι οἱ ἅγιοι πέρασαν τὴ ζωή τους μέσα στὸν πόνο καὶ τὴ θλίψη, στὴ στέρηση καὶ τὴν ἀσθένεια, στοὺς διωγμοὺς καὶ τὰ βάσανα. Κι ἐσύ; Θέλεις νὰ ζήσεις χωρὶς αὐτὰ τὰ ψυχοσωτήρια δῶρα; Θέλεις λοιπὸν ν’ ἀποκοπεῖς ἀπὸ τὸν χορὸ τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ; … Μὴ γένοιτο! Παρηγορήσου ὅμως μὲ τὴ σκέψη ὅτι ὁ Κύριος δὲν θὰ παραχωρήσει ποτὲ νὰ σὲ βρεῖ πειρασμὸς ποὺ νὰ ξεπερνᾶ τὴν ἀντοχή σου, πνευματικὴ ἢ σωματική. «Πιστὸς δὲ ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν» (Α’ Κορ. 10: 13), διαβεβαιώνει ὁ ἀπόστολος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει θλίψις χωρὶς τέλος, δὲν ὑπάρχει δάκρυ ποὺ νὰ μὴ στεφανωθῆ μὲ τὴ χαρά· «τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμὸς καὶ εἰς τὸ πρωΐ ἀγαλλίασις» (Ψαλμ. 29: 6).
Πηγή: Αγ. Δημητρίου Ροστώφ, «Ὅταν θλίβεται ἡ ψυχή», Παρεμβολή, τ. 111 (2014)