Όταν ακούμε για τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, όταν αντικρύζουμε τα πρόσωπά τους ιλαρά στις εικόνες των ναών ή του σπιτιού μας, μη φανταστούμε ότι υπήρξαν άνθρωποι, που πέρασαν μια ήσυχη κι ευτυχισμένη – ανθρώπινα – ζωή.
Η ζωή τους μέσα στον κόσμο ήταν γεμάτη πόνο, αρρώστιες, κακουχίες, απογοητεύσεις. Γι’ αυτό και έχουν αξία τα όσα μας είπαν. Γι’ αυτό μπορούν να είναι Πατέρες μας και Διδάσκαλοί μας και μέσα στον πόνο…
Ο Μέγας Βασίλειος στο φίλο του αρχίατρο Μελέτιο
«Με εμπόδισαν να σου γράψω οι πολλές μου ασχολίες. ‘Αλλ’ εκτός αυτού πυρετοί συνεχείς και λάβροι εξασθένησαν τόσο το σώμα μου και το αδυνάτισαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε νομίζω ότι εγώ ο ίδιος είμαι λεπτότερος από τον εαυτό μου.
Έπειτα με βρήκαν άλλοι πυρετοί, περιοδικοί, που επανελήφθησαν είκοσι φορές. Έτσι τώρα που γλύτωσα πλέον από όλα αυτά, αισθάνομαι τόσο εξαντλημένος και αδύνατος, όπως ένα ιστός αράχνης. Γι’ αυτό και δεν μπορώ να περπατήσω. Το παραμικρό ρεύμα αέρος μου προκαλεί περισσότερη ανωμαλία από ό,τι η τρικυμία στους πλέοντας. Είμαι αναγκασμένος να μένω συνεχώς στο δωμάτιο, κλεισμένος. Και περιμένω την άνοιξη, αν φυσικά μπορέσω να ζήσω ως την άνοιξη και δεν με συντρίψει η αρρώστια που φωλιάζει στα σπλάχνα μου. Εάν με διασώσει ο Κύριος, θα σπεύσω να σε συναντήσω και να σε αγκαλιάσω με όλη μου την καρδιά. Μόνο προσεύχου η ζωή μου να τακτοποιηθή σύμφωνα με εκείνο που είναι το καλύτερο για την ψυχή μου».
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε επιστολή προς τον φίλο του Φιλάγριο
«Πονώ για την αρρώστια μου, αλλά και χαίρω. Χαίρω όχι μόνο γιατί πονώ, αλλά γιατί μπορώ να είμαι διδάσκαλος υπομονής και καρτερίας στους άλλους… Μέσα στα βάσανά μου κερδίζω την υπομονή και την διάθεση ευχαριστίας προς τον Θεό.. Τον ευχαριστώ για τις αρρώστιες μου, όπως και για τα ευχάριστα της ζωής μου…»
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στη διακόνισσα Ολυμπιάδα
“Ο φετινός χειμώνας ήταν σφοδρότερος του συνήθους με αποτέλεσμα να επιδεινώσει και την ασθένεια του στομάχου μου. Δυο μήνες έζησα σχεδόν σαν νεκρός και χειρότερα από νεκρός. Διότι επι τέλους ο νεκρός δεν αισθάνεται τον πόνο. Ενώ εγώ ζούσα τόσο μόνο, ώστε να νιώθω όλα τα δεινά που με περικύκλωναν, χωρίς όμως να μπορώ να κάνω τίποτα για να τα αποφύγω. Όλα μου φαίνονταν σκοτεινά ακόμη και την ημέρα και το πρωί. Το μεσημέρι μου φαινόταν νύχτα…
Καθηλωμένος στο κρεβάτι, δεν ήμουν σε θέση να κάνω τίποτε για να διώξω την φοβερή παγωνιά. Το κρύο έμπαινε δριμύ από παντού. Έφραζα όλες τις σχισμές και τις χαραμάδες του δωματίου μου – μάλλον της καλύβας μου. Έριξα επάνω μου όσα είχα, χωρίς όμως λίγη φωτιά ο καπνός με έπνιγε. Έπαθα ό,τι χειρότερο μπορεί κανείς να φαντασθεί, υποφέροντας συνεχώς από κεφαλγία, ανορεξία και αδιάκοπη αϋπνία.”