Δεν πρόκειται για τα φίμωτρα που βάζουν οι άνθρωποι στα στόματα των ζώων. Για φίμωτρα ανθρώπων πρόκειται. Ποια όμως είναι αυτά; Ο απόστολος Παύλος μεταφέρει μια διάταξη της Π. Διαθήκης στις σχέσεις αυτού με τους πιστούς, στις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και την εφαρμόζει στο θεόσδοτο δικαίωμα της αμοιβής του εργαζομένου.
«Ἀδελφοί, εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ. Ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί. Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν; Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα περιάγειν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς; ἢ μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι; Τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ; Τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ οὐκ ἐσθίει; ἢ τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ ἐσθίει; Μὴ κατὰ ἄνθρωπον ταῦτα λαλῶ; ἢ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα λέγει; Ἐν γὰρ τῷ Μωϋσέως νόμῳ γέγραπται· οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα. Μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; ἢ δι᾿ ἡμᾶς πάντως λέγει; δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ᾿ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ᾿ ἐλπίδι. Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν; εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς; Ἀλλ᾿ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ».
«Οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα. Μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ;»
Δεν πρόκειται για τα φίμωτρα που βάζουν οι άνθρωποι στα στόματα των ζώων. Για φίμωτρα ανθρώπων πρόκειται. Ποια όμως είναι αυτά; Ο νόμος της Π. Διαθήκης όριζε να μη φιμώνουν το στόμα του βοδιού, που αλωνίζει, για να μπορεί ελεύθερα να τρώει από τα στάχυα, που τα πατεί όλη την ημέρα, για να τριφθούν. Ο απόστολος Παύλος όμως στη σημερινή περικοπή μεταφέρει τη διάταξη αυτή στις σχέσεις αυτού με τους πιστούς, στις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και την εφαρμόζει στο θεόσδοτο δικαίωμα της αμοιβής του εργαζομένου. «Μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; ἢ δι’ ἡμᾶς πάντως λέγει; δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη».
Το θέμα αυτό είναι και στις ημέρες μας ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα. Απασχολεί χιλιάδες ανθρώπων, που ενώ εργάζονται και μοχθούν δεν αμείβονται για τους κόπους τους η παίρνουν μισθούς πείνας, όταν δεν τους χάνουν κι’ αυτούς.
Τα φίμωτρα της αδικίας
«Οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα», φωνάζει ο νόμος του Θεού. Και ο απόστολος Παύλος βλέποντας αλληγορία κάτω από την εντολή αυτή λέει, ότι δεν πρέπει να αφήσεις νηστικό αυτόν, που δουλεύει.
Και όμως! Πόσο αντίθετη είναι η σημερινή πραγματικότητα! Πόσοι δεν φιμώνουν με απάνθρωπα φίμωτρα όχι τα ζώα τους, αλλά τους ανθρώπους που εργάζονται γι’ αυτούς ή για το σύνολο της κοινωνίας! Ποιος δεν το βλέπει; Υπάρχουν υπάλληλοι, εκπαιδευτικοί, ιερείς, που, ενώ μοχθούν και λιώνουν στο πολύπλευρο και πολύμοχθο έργο της αγωγής της νέας γενιάς, της πνευματικής καλλιέργειας και διαποιμάνσεως του λαού, της ποικίλης εξυπηρέτησης της κοινωνίας, όμως δεν αμείβονται ικανοποιητικά. Προσφέρουν, εξυπηρετούν, θυσιάζονται και από το άλλο μέρος πεινούν και υποφέρουν! Υπάρχουν ακόμη σε πολλά σπίτια υπηρέτες και υπηρέτριες, που εργάζονται μέχρι εξαντλήσεως και η αμοιβή τους είναι μηδαμινή.
Όσοι όμως είναι υπεύθυνοι για μια τέτοια μεταχείριση των εργαζομένων, ας ακούσουν άλλη μια φορά τη ρητή προσταγή του Θεού: «Οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα». Τα φίμωτρα της αδικίας πρέπει να πέσουν! Γιατί κάθε εργαζόμενος έχει θεόσδοτο το δικαίωμα της αμοιβής των κόπων του. Ο απόστολος Παύλος γράφει: «Τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ οὐκ ἐσθίει; ἢ τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ ἐσθίει;» Η μόνη απάντηση είναι, ότι εκείνος που μοχθεί σε ένα έργο, έχει φυσικό το δικαίωμα να απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων του. Αλλά και ο ίδιος ο Κύριος, όταν οι μαθητές του επρόκειτο ν’ αρχίσουν το πολύμοχθο έργο της διαδόσεως του Ευαγγελίου, διεκήρυξε τον απαράβατο νόμο: «Ἄξιος ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ» (Ματθ. Ι΄ 10). Ο δίκαιος μισθός είναι απαράγραπτο δικαίωμα κάθε εργαζομένου.
Όποιος, λοιπόν, έχει υπό την δικαιοδοσία του εργαζόμενους, ας προσέξει πολύ. Αν μέχρι τώρα, παρασυρόμενος από την ιδιοτέλειά του, αδικούσε τους υπαλλήλους του, τους εργάτες και υπηρέτες του, απ’ εδώ κι’ εμπρός πρέπει να αλλάξει τακτική. Να αμείβει τους εργάτες του με μέτρο τη δικαιοσύνη και την αγάπη του Χριστού. Αυτό είναι το χρέος του. Εκείνος όμως που δεν θέλει να συμμορφωθεί με την προσταγή αυτή της δικαιοσύνης, ας έχει υπ’ όψιν του, πως δεν μπορεί να στερεί το δικαίωμα της αμοιβής του εργάτη χωρίς συνέπειες. Και αν οι αδικημένοι εργάτες του δεν καταφύγουν στους ανθρώπινους νόμους, για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, θα έχει να κάνει με τον ζωντανό και αληθινό Θεό, που είναι ο προστάτης των αδικουμένων. Το λέει αυτό καθαρά το Πνεύμα του Θεού: «Ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν, ποὺ θέρισαν τὰ χωράφια σας, τὸν ὁποῖον ἐσεῖς κρατήσατε, φωνάζει δυνατὰ καὶ οἱ κραυγὲς τῶν ἀδικουμένων θεριστῶν ἔχουν φθάσει στὰ αὐτιὰ τοῦ παντοδύναμου Κυρίου» (Ιακ. ε’ 4).
Είναι πραγματικά λυπηρό και απαράδεκτο να υπάρχουν άνθρωποι, που μοχθούν στα ποικίλα υλικά η πνευματικά έργα της κοινωνικής ζωής και να φέρουν σαν άλογα ζώα το φίμωτρο της άδικης αμοιβής. Δεν είναι λογικό και δίκαιο να ζητάμε από τους εργάτες μας ευσυνείδητη και πολλή εργασία και η αμοιβή των να είναι πενιχρή και ασήμαντη. Όταν και όπου συναντάμε το φοβερό και απάνθρωπο αυτό έγκλημα, ας μη μένουμε αδιάφοροι. Ας κινηθούμε, ας χρησιμοποιήσουμε κάθε δυνατό μέσο – αξιοπρεπείς διαμαρτυρίες, δημοσιεύσεις, προσφυγές στους αρμόδιους, κ.λ.π. – και ας απαιτήσουμε τη δικαιοσύνη για κάθε αδελφό μας, που αδικείται. Είναι χρέος χριστιανικής αγάπης και αλληλεγγύης να αγωνιζόμαστε, για να λιγοστεύουν και εξαφανίζονται από τις ανθρώπινες κοινωνίες μας τα απάνθρωπα φίμωτρα της άδικης αμοιβής.