Σκυθρωπό και σκοτεινό έμενε το πρόσωπο του Θωμά. Δεν έδινε σημασία και πίστη στα λόγια των μαθητών. Ήθελε να δει ο ίδιος με τα μάτια του, να ακούσει με τα αυτιά του, με τα ίδια του τα χέρια να ψηλαφήσει τον Κύριο…
Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. Εχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· Εἰρήνη ὑμῖν. Καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. Έλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν. Έρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· Εἰρήνη ὑμῖν. Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. Καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
«…μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες»
Βαθύτατα λυπημένος και αποκαρδιωμένος ήταν ο Θωμάς. Το δράμα του Γολγοθά τον είχε συγκλονίσει περισσότερο, παρ’ όσο τους άλλους μαθητές. Σκέψεις ολιγοπιστίας πλημμύριζαν, το νου του και πίκραιναν την καρδιά του. Που ήταν, ίσως σκεπτόταν, η δύναμη του Διδασκάλου; Αυτός, που είχε κάνει αναρίθμητα, πρωτοφανή και καταπληκτικά θαύματα, αυτός που θεράπευε ασθενείς, που ανάσταινε νεκρούς, που εξεδίωκε δαιμόνια, που διέτασσε την μαινόμενη θάλασσα και γαλήνευε, πως δεν είχε τώρα τη δύναμη να υπερασπίσει τον εαυτό του από τους μοχθηρούς εχθρούς του; Περί της λυτρωτικής θυσίας του Σωτήρα τίποτε ακόμη δεν μπορούσε να εννοήσει ο Θωμάς. Το Πνεύμα το Άγιο δεν είχε ακόμη φωτίσει τους μαθητές.
Και η λύπη του Θωμά αύξανε, ακόμη περισσότερο, όταν άκουγε τους άλλους μαθητές να τον διαβεβαιώνουν ότι κατά τη μεγάλη εκείνη ημέρα και εσπέρα της Κυριακής, εισήλθε ο Κύριος στο υπερώο «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων», τους χαιρέτισε, έδειξε σε αυτούς τα χέρια Του, τα πόδια Του και την πλευρά, που έφεραν τα σημάδια των πληγών του· έφαγε μαζί τους, τους έδωσε την ειδική χάρη του Αγίου Πνεύματος να συγχώρούν αμαρτίες! Και καθώς με τον πλέον παραστατικό τρόπο διηγούνταν αυτά, έλαμπε το πρόσωπό τους από χαρά.
Σκυθρωπό όμως και σκοτεινό έμενε το πρόσωπο του Θωμά. Δεν έδινε σημασία και πίστη στα λόγια των μαθητών. Ήθελε να δει ο ίδιος με τα μάτια του, να ακούσει με τα αυτιά του, με τα ίδια του τα χέρια να ψηλαφήσει τον Κύριο. Έλεγε και ξανάλεγε «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω». Εβδομάδα ολόκληρη πέρασε. Και ο Θωμάς έμενε σκοτισμένος στην απιστία του και βυθισμένος στην πικρία του.
Όμως «μεθ᾽ ἡμέρας ὀκτώ», ημέρα πάλι Κυριακή, ενώ ήταν οι μαθητές συγκεντρωμένοι στο φιλόξενο υπερώο, ξαφνικά «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» ήλθε πάλι ο ‘Ιησούς και στάθηκε ανάμεσα στους μαθητές. Και αφού τους χαιρέτησε με τη φράση «εἰρήνη ὑμῖν», συγκαταβαίνοντας στην αδυναμία του ολιγοπίστου Θωμά, στράφηκε προς αυτόν και του είπε «φέρε το δάκτυλο εδώ· δες και με τα μάτια σου τα χέρια μου· φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου, ψηλάφησε και δες τα σημάδια των καρφιών και της λόγχης, και μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός».
Ο Θωμάς δεν ήταν κατά βάθος άπιστος, ούτε και πείσμονα διάθεση απιστίας είχε. Ήταν δύσπιστος. Γεμάτος τώρα από ιερά συγκίνηση και χαρά, χωρίς καν να απλώσει το χέρι του, για να αγγίξει τον Κύριο, είπε με ακλόνητη πλέον την πίστη «πιστεύω και ομολογώ, ότι συ είσαι, ο Κύριός μου και ο Θεός μου». «Πίστευσες επειδή με είδες» είπε ο Κύριος. Και πρόσθεσε τότε στους προηγουμένους μακαρισμούς και έναν ακόμη μεγίστης σημασίας: «Μακάριοι, εἶπε, οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες».
Μακάριοι θα είναι από εδώ και πέρα οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι, οι οποίοι χωρίς να δουν τον Χριστό με τα μάτια τους θα πιστεύουν. Και ο μακαρισμός αυτός αναφέρεται στα αναρίθμητα εκατομμύρια των πιστών, οι οποίοι έζησαν διά μέσου των εικοσιένα αιώνων· σε αυτούς που ζουν σήμερα, και σε εκείνους που θα ζήσουν μέχρι της συντελείας του κόσμου. Δεν θα δουν αυτοί τον Χριστό, όπως τον είχαν δει οι μαθητές. Δεν θα τον ακούσουν να διδάσκει, δεν θα παρακολουθήσουν τα θαύματά του. Η πίστη από την ημέρα εκείνη και μετά είναι, όπως λέγει ο απόστολος Παύλος, «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Εβρ. ια΄ 1). Είναι η αδίστακτη και ακλόνητη πεποίθηση στα αγαθά του ουρανού, τα οποία ελπίζουμε. Απόδειξη και βεβαιότητα για αλήθειες και πράγματα που δεν τα βλέπουμε με τα μάτια του σώματος, και δεν τα ψηλαφούμε με τα χέρια μας. Πηγή και ακαταμάχητη απόδειξη της πίστης τους έχουν οι Χριστιανοί τη διδασκαλία, τα θαύματα, τη ζωή και τη λυτρωτική θυσία του Κυρίου, όπως αυτά έχουν καταγραφεί στα θεόπνευστα βιβλία της Αγίας Γραφής, όπως έχουν διαφυλαχθεί ως πολυτιμότατος θησαυρός στην Ιερά Παράδοση της Ορθόδοξης μας Εκκλησίας.
Άλλωστε η πίστη είναι ωραίος καρπός της αγαθής προαιρέσης και όχι τόσο του θαύματος. Θαύματα αναρίθμητα είχαν δει οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Είχαν πεισθεί απολύτως για το μέγα θαύμα της Αναστάσεως, αλλά δεν είχαν την καλή διάθεση. Πιστεύουν πάντοτε όσοι έχουν αγαθή διάθεση, απροκατάληπτη και ανεπηρέαστη από εγωισμούς, την καρδιά. Αυτοί περιλαμβάνονται στα λόγια του Κυρίου «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες».
Στον μακαρισμό αυτό περιλαμβανόμαστε και εμείς. Πιστεύουμε ακλόνητα στον Κύριο, διότι έχουμε απόλυτη πεποίθηση σε εκείνους, που τον είδαν και τον άκουσαν. Ακούμε τον Ευαγγελιστή της αγάπης να μας πληροφορεί «ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν (= εἴδαμε) τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς… ἀπαγγέλλομεν ἡμῖν» (Α΄ Ιωάν. α΄ 1,3). Και αυτή η πίστη επιβεβαιώνεται από την πληροφορία της συνειδήσης μας, ώστε να μεταβάλλεται σε ακλόνητη βεβαιότητα.
Πηγή: Κυριακοδρόμιον Ευαγγελίων, εκδ. Αδελφότητος Θεολόγων η Ζωή