Η άμεση σχέση και εξάρτηση της παιδείας από την Εκκλησία στα χρόνια της σκλαβιάς ήταν ένα φαινόμενο γενικό. Το εθνικό κέντρο του ελληνισμού, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από την πρώτη περίοδο της δουλείας κατάλαβε τη σημασία της παιδείας για το Γένος.
Και έτσι δειλά-δειλά άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα πρώτα σχολεία. Ο Μαρτίνος Κρούσιος περί το 1854, έγραφε ότι σε μερικούς ναούς των Ελλήνων «έχουν προσαρμοσθή σχολεία δια παιδιά. Εις αυτά δεν υπάρχουν τάξεις, ούτε διάφορα αναγνώσματα, αλλά ένας δάσκαλος με το Ψαλτήριον, το Ωρολόγιον, τας ακολουθίας και άλλα βιβλία της Εκκλησίας διδάσκει».
Σχολεία λοιπόν στεγάζονταν κάτω από τους θόλους των ναών, μέσα στις εκκλησίες και στον περίβολο και στα κελιά των μοναστηριών. Και οι δάσκαλοι των παιδιών της ελληνικής σκλαβωμένης γης ήταν, ως επι το πλείστον, κληρικοί και μοναχοί. Και κοντά τους λαϊκοί δάσκαλοι που εκπαιδέυτηκαν στις μεγάλες σχολές του Γένους, και αγάπησαν τα ελληνόπουλα, και προσέφεραν πολλά για τη μόρφωση τους.
Κι όλα αυτά γιατί την έμπνευση την έδιναν πατριάρχες, επίσκοποι, ιερείς, μοναχοί, λόγιοι που ενδιαφέρονταν για την πρόοδο της παιδείας.
Η Σύνοδος που συνήλθε το 1593 υπό την αιγίδα του Πατριάρχη Ιερεμία του Β΄ του Τρανού στην Κωνσταντινούπολη, με τον 7ο κανόνα της, προέτρεπε:
«Έκαστον Επίσκοπον εν τη εαυτού παροικία φροντίδα και δαπάνην την δυναμένην ποιείν, ώστε τα θεία και ιερά γράμματα διδάσκεσθαι, βοηθείν δε κατά δύναμιν τοις εθέλουσιν διδάσκειν και τοις μαθείν προαιρουμένοις, εάν των επιτηδειών χρείαν έχωσιν».
Προέτρεπε η ιερή εκείνη Σύνοδος, τα μαύρα χρόνια της δουλείας, τον κάθε επίσκοπο στην επαρχία του να φροντίζει να ξοδεύει όσα μπορεί, για να μαθαίνουν τα σκλαβόπουλα τα θεία και ιερά γράμματα και να βοηθήσει με όση δύναμη είχε τους δασκάλους, που ήθελαν να διδάσκουν μαθητές. Η εγκύκλιος αυτή έδωσε θάρρος σε πολλούς επισκόπους να συμβάλλουν εντονότερα στο έργο της παιδείας.
Η εικόνα του άρθρου είναι από το πίνακα του Νικολάου Γύζη “Έλληνικόν Σχολείον έν καιρώ δουλείας” (1855-56).