Η Επανάσταση του 1821 «υπήρξε προϊόν της ομαδικής συνεργασίας των απανταχού Ελλήνων, του Έθνους ολοκλήρου». Γιατί όλοι-σπάνιες είναι οι εξαιρέσεις- πίστευαν βαθιά στου Θεού την αρωγή, όπως φαίνεται από τις διάφορες εκδηλώσεις του λαού και τις υπέροχες ομαδικές διακηρύξεις και τα ομαδικά έγγραφα, που χαράχτηκαν σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια.
Στις 23 Μαρτίου 1821 μπήκαν στη Πάτρα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ασημάκης Ζαΐμης και άλλοι οπλαρχηγοί. Ο ατρόμητος Ιεράρχης έστησε στη πλατεία του Αγίου Γεωργίου τον Σταυρό της Επαναστάσεως. Ο λαός γεμάτος από ενθουσιασμό προσκυνούσε. Γονάτιζαν και βροντοφωνούσαν :
– Ελευθερία ή θάνατος!
– Ορκίζομαι υπέρ πίστεως και πατρίδος, έλεγαν άλλοι.
Φιλούσαν ο ένας τον άλλον με τέτοιες ευχές:
– Καλή Ανάσταση, παιδιά.
– Και στη Πόλη, να δώσει ο Θεός.
Την τελευταία ευχή την αναφέρει με διακριτικά τυπογραφικά στοιχεία στην ιστορία του ο ακριβέστατος Ιωάννης Φιλήμων και την επικυρώνει ο Σπυρίδων Τρικούπης. Ήταν η ευχή αυτή, όχι μόνο, όπως είδαμε, των πνευματικών ηγετών της Επανάστασης, αλλά των πανελλήνων ευχή. Έζησε το γένος τα χρόνια της σκλαβιάς, πολέμησε σκληρά στην Εθνεγερσία, ιστορικά αναπόσπαστα από τις ρίζες του, την κλασσική αρχαιότητα και την μακραίωνη Βυζαντινή παράδοση. Όταν ο λαός βροντοφωνούσε στην Πόλη, δεν εννοούσε μόνο την ιστορική όμορφη Νύφη του Βοσπόρου, εννοούσε ότι ήθελε να συνεχίσει την ιστορία του Βυζαντίου, που η τραγική ημέρα της 29 Μαΐου 1453 είχε διακόψει. Αυτή η πίστη στη συνέχεια της Φυλής, του έδινε πολύ κουράγιο, χαλύβδωνε του μαχητές.
Ο ίδιος θρησκευτικός και εθνικός παλμός δονούσε και τις καρδίες των Ρουμελιωτών, όταν ο Επίσκοπος Ησαΐας ευλόγησε τα λάβαρα τους στο ιστορικό μοναστήρι του Οσίου Λουκά. Στην υπέροχη προτροπή του « Θάρρος αδέλφια. Ο Θεός είναι μεθ ’ημών», παλληκάρια και λαός απάντησαν με μία ψυχή και μια καρδιά: «Ναι ο Θεός είναι μεθ’ ημών!». Το έλεγαν και βαθιά το πίστευαν οι ρωμαλέοι στο σώμα, στο νου και στο ήθος κάτοικοι της λεβεντογεννήτρας Ρούμελης. Και δυναμωμένοι από αυτή τη πεποίθηση πολέμησαν σκληρά, μα και ηρωικά όλα τα χρόνια της εθνεγερσίας.
Να και το «αποδεικτικόν και κυρωτικόν γράμμα» με ημερομηνία 29 Μαΐου 1821 της πρώτης συνέλευσης, που ονομάστηκε «Πελοποννησιακή» με αρχηγό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και γραμματέα τον Ρήγα Παλαμήδη. Πάνω-πάνω που θα σημειώνεται ο τίτλος του Κράτους, βάλανε τη λέξη «Πατρίς». Κατόπιν εξέλεγαν τους πρώτους που θα αποτελούσαν την «Γερουσίαν όλου του δήμου των επαρχιών της Πελοποννήσου», οι οποίοι «να συσκέπτονται, προβλέπωσι και διοικώσι απάσας τας υποθέσεις, διαφόρας και παν ότι συντείνει εις την κοινήν ευταξίαν, αρμονίαν, εξοικονομίαν τε και ευκολίαν του ιερού αγώνος μας, καθ’οποίον τρόπον ή θεία Πρόνοια τους φωτίση να γνωρίσωσιν ωφέλιμον…».
Λίγους μήνες αργότερα στη Συνέλευση της Επιδαύρου αυτόν τον όρκο έδωσαν οι πρώτοι πληρεξούσιοι του Έθνους. Είπαν:
«Ορκιζόμεθα είς το όνομα της Τρισυπόστατου Θεότητος και είς το σεβαστόν όνομα της Πατρίδος να συσκεπτώμεθα εν ειλικρίνεια καθαρά και αδελφική αγάπη, αδιαφορούντες περί των προσωπικών συμφερόντων μας και φροντίζοντες περί μόνου του κοινού της Ελλάδος συμφέροντος».
Και στην 1 Ιανουαρίου 1822 ψηφίσθηκε από την Συνέλευση της Επιδαύρου η ιστορική πρώτη διακήρυξης της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Έθνους, με αυτά τα υπέροχα λόγια:
«Το Ελληνικόν Έθνος, το υπο την φρικώδη Οθωμανικήν δυναστείαν μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας, και ποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διά των νομίμων παραστατών του, εις εθνικήν συνηγμένων συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
Πηγή: ΠΝΟΕΣ ΠΙΣΤΕΩΣ, εκδόσεις “ΖΩΗΣ”, Αρχιμανδρίτου Ιωάννου Αλεξίου