Ὁ ἄνθρωπος γεννᾶται ἔχοντας ἐντός του τὸ θέληµα τῆς γνώµης του, τὸ προσωπικό του θέληµα.
Αὐτὸ τὸ θέληµα τῆς προσωπικῆς µας γνώµης µᾶς προτρέπει ἡ Ἐκκλησία νὰ τὸ προσαρµόζουµε στὸ θεῖο θέληµα· νὰ ὑπακούουµε δηλ. ἑκουσίως καὶ αὐτοπροαιρέτως στὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖες ἐκφράζουν τὸ αἰώνιο καὶ ἀµετάβλητο θέληµα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κτίση ὁλόκληρη. Ἡ ὑπακοὴ αὐτὴ πρέπει νὰ γίνεται ἐξ ἀγάπης: «ἐὰν ἀγαπᾶτε µε τὰς ἐντολὰς τὰς ἐµὰς τηρήσατε» (Ἰω. 14: 15).
Ἡ προσαρµογὴ τοῦ δικοῦ µας προσωπικοῦ θελήµατος στὸ θεῖο θέληµα χαρακτηρίζεται στὴν ἀσκητικὴ γραµµατεία τῆς Ἐκκλησίας µας ὡς «θυσία» καὶ «ἐκκοπὴ» τοῦ ἰδίου θελήµατος. Ὁ χριστιανός, δηλ. διὰ τῆς ἀσκήσεως, µαθαίνει νὰ κόπτει, νὰ θυσιάζει, τὸ θέληµά του γιὰ νὰ πραγµατώνεται στὴν ζωή του τὸ θέληµα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος µᾶς δίδαξε ὅτι ἡ ὑπακοὴ στὸ θέληµά Του ὁµοιάζει µὲ µία θυσία καὶ ἕναν θάνατο. «Ὅστις θέλει ὀπίσω µου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν» (Μαρκ. 8: 34). Οὐδεὶς εἶναι εὔθετος στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐὰν «οὐ µισεῖ … τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν» (Λουκ. 14: 26). Ἡ νέκρωση τοῦ ἰδίου θελήµατος εἶναι σταυρὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο: «ἐν καιρῷ βαθείας καὶ τελείας εἰρήνης οὐδὲν ἕτερον ἐπληροφορήθηµεν εἶναι σταυρὸν καὶ θάνατον, εἰ µὴ τὴν παντελῆ τοῦ ἰδίου θελήµατος νέκρωσιν»1
Μὲ τὴν ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήµατος ἀναγνωρίζει ἐµπράκτως ὁ πιστὸς χριστιανὸς ὅτι τὸ θέληµα τοῦ Θεοῦ (κι ὄχι τὸ δικό του) εἶναι τὸ πλέον κατάλληλο γιὰ τὴν περίπτωσή του καὶ γιὰ τὴν συγκεκριµένη ζωή του. Ἐπίσης, ἐµπιστεύεται τὴν θεία πρόνοια, ἀκόµη καὶ στὶς περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες τὰ πράγµατα ἔρχονται ἀντίθετα µὲ τὸ θέληµά του (ἀσθένειες, ἀντιξοότητες, δυσκολίες). «Τότε γὰρ βλέπει τις τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ µὴ ἔχουσα µῶµον (=ψεγάδι), ὅταν καταλείψῃ τὸ ἴδιον θέληµα· ὅταν δὲ συµπεισθῇ τῷ ἰδίῳ θελήµατι, οὐ βλέπει ἄµωµον τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ … Πῶς γὰρ ἔχει ἀνασχέσθαι τινὸς (=νὰ ἀνεχθεῖ κάποιον) ἢ πεισθῆναι οἱᾳδήποτε συµβουλίᾳ ὁ κρατῶν τὸ ἴδιον θέληµα;»2
Αὐτὴ ἡ ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήµατος καθιστᾶ ἀκόµη τὸν ἄνθρωπο ταπεινὸ καὶ ἀνεκτικὸ ἀπέναντι στοὺς συνανθρώπους του· δὲν ἐπιθυµεῖ οἱ ἄλλοι νὰ συµµορφώνονται µὲ τὶς δικές του ἐπιθυµίες καὶ θελήµατα, ἀλλὰ ἀνέχεται νὰ ἐπικρατοῦν οἱ ἐπιθυµίες καὶ τὰ θελήµατα τῶν ἄλλων, µὲ τὴν προϋπόθεση, βέβαια, ὅτι αὐτὲς δὲν ἔρχονται σὲ ἀντίθεση µὲ τὸ θεῖο θέληµα, δὲν ὁδηγοῦν σὲ ἁµαρτία ἢ αἵρεση. Ἔτσι ὁ χριστιανὸς προσαρµόζεται στὰ πράγµατα: «Οὐ γὰρ θέλεις τὰ πράγµατα γίνεσθαι ὡς θέλεις, ἀλλὰ θέλεις ὡς γίνεται, καὶ οὕτως εἰρηνεύεις µετὰ πάντων, ταῦτα µέντοι ἐν οἷς οὐκ ἔστι παράβασις ἐντολῆς Θεοῦ ἢ Πατέρων»3
Ἡ ἐπιµονὴ στὸ ἴδιο θέληµα, στὸ νὰ γίνεται δηλ. τὸ δικό µας, διαµορφώνει ἀνθρώπους ἐγωιστὲς καὶ ὑπερηφάνους. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σύγκρουση τῶν ἀνθρώπων συχνὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν σύγκρουση τῶν δύο ἐγωισµῶν, τῶν δύο θεληµάτων. Ὁ ἄνθρωπος, µιµούµενος τὸν πατέρα τοῦ ἐγωισµοῦ διάβολο, ἀρνεῖται νὰ ὑποταχθῆ στὸ θέληµα τοῦ ἄλλου, θεωρῶντας ὅτι µὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὑποβιβάζεται. Τὴν ἀντίθετη ἄποψη διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, προτρέποντας, «τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούµενοι (=νὰ θεωροῦµε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον) ὑπερέχοντας ἑαυτῶν (= ὅτι εἶναι ἀνώτεροι ἀπὸ ἐµᾶς)» (Φιλ. 2: 3)
Ἡ ἐποχή µας ἀναπτύσσει στὰ ἐπὶ µέρους ἄτοµα ἕναν ὑπερφίαλο ἐγωισµό, ἤδη ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία. Γι’ αὐτὸ καὶ καθίσταται δύσκολη ἡ µείωση ἕως ἐξαφανίσεως τοῦ δικοῦ µας θελήµατος. Σηµειώνει σχετικῶς ὁ ἅγιος ∆ωρόθεος: «Ὁ µὴ ἔχων ἴδιον θέληµα, πάντοτε τὸ ἴδιον ποιεῖ· ἐξότου (=ἐφόσον) γὰρ ἴδιον οὐκ ἔχει, εἴ τι δ’ ἂν καὶ γένηται (=ὁτιδήποτε κι ἂν συµβεῖ), ἀναπαύει αὐτόν, καὶ εὑρίσκεται πάντοτε τὸ ἴδιον ποιῶν. Οὐ γὰρ θέλει τὰ πράγµατα γίνεσθαι ὡς θέλει, ἀλλὰ θέλει ὡς γίνεται»4
Ὁ ἴδιος ἀσκητικὸς Πατὴρ µᾶς συµβουλεύει τὸν τρόπο µὲ τὸν ὁποῖο µποροῦµε σταδιακῶς νὰ ἐκκόψουµε τὸ δικό µας θέληµα: «δύναται δέ τις εἰς µικρὸν διάστηµα κόψαι δέκα θελήµατα, καὶ λέγω πῶς· Περιπατεῖ τις µικρὸν καὶ βλέπει τί ποτε, καὶ λέγει αὐτῷ ὁ λογισµός· Πρόσχες ἐκεῖ, καὶ λέγει τῷ λογισµῷ· Ὄντως οὐ προσέχω, καὶ κόπτει τὸ θέληµα αὐτοῦ, καὶ οὐ προσέχει. Πάλιν εὑρίσκει τινὰς λαλοῦντας, καὶ λέγει αὐτῷ ὁ λογισµός· Εἰπὲ καὶ σὺ τόδε τὸ ῥῆµα, καὶ κόπτει τὸ θέληµα αὐτοῦ καὶ οὐ λέγει … οὕτως κόπτων κόπτων εἰς συνήθειαν ἔρχεται τοῦ κόπτειν, καὶ ἐκ τῶν µικρῶν ἄρχεται καὶ τὰ µεγάλα µετὰ ἀναπαύσεως κόπτειν, καὶ οὕτως λοιπὸν ἔρχεται µήτε ἔχει ὅλως θέληµα, ἀλλ’ εἴ τι δ’ ἂν γένηται ἀναπαύει αὐτόν, ὡς ὅτι αὐτοῦ ἐστι. Καὶ αὐτοῦ µὴ θέλοντος ποιῆσαι τὸ θέληµα αὐτοῦ, εὑρίσκεται πάντοτε ποιῶν αὐτό. Ὃ γὰρ ἴδιον οὐκ ἔχει, ἕκαστον γινόµενον ἴδιον αὐτοῦ ἐστι. Καὶ οὕτως εὑρίσκεται, ὡς εἴποµεν, µὴ ἔχων προσπάθειαν, καὶ ἐκ τῆς ἀπροσπαθείας, ὡς εἶπον, ἔρχεται εἰς τὴν ἀπάθειαν»5 .
Ι.Κ.Αγγελόπουλος
1 Συµεὼν Ν. Θεολόγου, Κατηχήσεις, Κ’ (Ἔργα, τόµ. Α’, σ. 274).
2 Ἀββᾶ ∆ωροθέου, ∆ιδασκαλίαι, Ε’ (Ἔργα Ἀσκητικά, σ. 172).
3 Ἀββᾶ ∆ωροθέου, Ἐπιστολαί, Β’ (Ἔργα Ἀσκητικά, σ. 402).
4 Ἀββᾶ ∆ωροθέου, Ῥήµατα διάφορα, 12 (Ἔργα Ἀσκητικά, σ. 432).
5 Ἀββᾶ ∆ωροθέου, ∆ιδασκαλίαι, Α’ (Ἔργα Ἀσκητικά, σ. 102).