Γιὰ νὰ μὴν πνίγεσαι, μάθε νὰ ἀφήνεσαι – Μαθήματα ἐμπιστοσύνης στὸ Θεό!

Εἶναι Τετάρτη 30 Μαΐου 2018. Ἡ ἐκδήλωση τῆς Χριστιανικῆς Φοιτητικῆς Ἕνωσης στὴν Φιλοσοφικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν μὲ ὁμιλητὴ τὸν π. Χαράλαμπο Παπαδόπουλο, ἔχει προγραμματιστεῖ γιὰ τὶς 3 μ.μ. Ὡστόσο, ἕνα ἀνώνυμο τηλεφώνημα γιὰ βόμβα, μᾶς ἀναγκάζει νὰ ἐκκενώσουμε ἄρον-ἄρον καὶ ἐν μέσω σειρήνων τὸ κτίριο ἀπειλώντας τὴν ὁμιλία… νὰ τιναχθεῖ στὸν ἀέρα! Καὶ μπορεῖ μετὰ ἀπὸ ὥρα νὰ μᾶς ἐπιτράπηκε ἡ εἴσοδος, μπορεῖ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς διερχόμενους φοιτητὲς νὰ εἶχαν ἤδη ἀποχωρήσει, ὡστόσο, ὅλοι ὅσοι παρευρεθήκαμε στὸ ἀμφιθέατρο 311, εἴχαμε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀπολαύσουμε μιὰ «ἐκρηκτικὴ» ὁμιλία καὶ νὰ συζητήσουμε μὲ τὸν π. Χαράλαμπο, τὸν ὁποῖο καὶ εὐχαριστοῦμε θερμά. Στὶς σελίδες ποὺ ἀκολουθοῦν μοιραζόμαστε μαζί σας ἐκτενῆ ἀποσπάσματα ὅσων ἀκούσαμε.

«Δυσκολευόμαστε πάρα πολὺ ὡς ἄνθρωποι νὰ μάθουμε, νὰ μαθητεύσουμε σ’ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε στὴν πνευματικὴ ζωὴ ὡς παράδοση, δηλαδὴ τὸ νὰ παραδίδεται κανεὶς στὴ ζωή, τὸ νὰ παραδίδεται κανεὶς στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, τὸ νὰ παραδίδεται κανεὶς ὄχι στὰ δικά του σχέδια καὶ στὸν ἐγωκεντρικὸ καὶ πολλὲς φορὲς ναρκισσιστικὸ προγραμματισμό του, ἀλλὰ νὰ μάθει νὰ ἀφήνεται στὴ σχέση μὲ τὸ Θεό. Δηλαδή, μὲ ἕνα Πρόσωπο, τὸ ὁποῖο ἐμπειρικὰ καὶ βιωματικὰ ἀναγνωρίζει στὴ ζωή του ὅτι προνοεῖ γι’ αὐτόν, δὲ βρίσκεται ἀπόμακρος καὶ κλεισμένος μέσα στὴν οὐράνια μακαριότητά Του, δὲν ἀπέχει ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ μετέχει σὲ αὐτὴν ὡς σαρκωμένος Θεός, ὡς πάσχων Θεός, ὡς Θεὸς ποὺ δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν τραγωδία, τὴν τραγικότητα τῆς ὑπάρξεως. Σὲ Αὐτόν, λοιπόν, τὸ Θεὸ καὶ σὲ αὐτὴ τὴ σχέση δυσκολευόμαστε πάρα πολὺ νὰ ἀφεθοῦμε, γενικότερα σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὀνομάζουμε μυστήριο τῆς ζωῆς. […] Αὐτή, λοιπόν, ἡ ἀδυναμία μας νὰ παραδοθοῦμε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ πολλαπλά, ἀλλεπάλληλα, καθημερινὰ προβλήματα στὴν ὕπαρξή μας καὶ στὴ σχέση μας μὲ τοὺς ἄλλους. Στὴ σχέση, δηλαδή, μὲ τὸ Θεό, στὴ σχέση μὲ τὸν ἑαυτό μας, στὴ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Γιατί φανταστεῖτε ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος εἶναι στὴ ροὴ ἑνὸς ποταμοῦ καὶ δὲ θέλει νὰ ἀποδεχθεῖ ὅτι πρέπει νὰ πλεύσει μὲ τὴ ροὴ τοῦ ποταμοῦ. Τὸ ὁποῖο ποτάμι, ξέρετε, μία μόνο νοσταλγία ἔχει· τοῦ ποταμοῦ ἡ νοσταλγία εἶναι ἡ θάλασσα. Δηλαδή, εἴτε ὁρμητικά, εἴτε ράθυμα, ἐὰν βρεθοῦμε στὴ ροὴ θὰ πᾶμε στὴ θάλασσα. Αὐτὴ εἶναι μία μεταφορὰ γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅτι ἐὰν ἀφεθοῦμε στὴ ροὴ τῶν πραγμάτων καὶ τῶν γεγονότων, πίσω ἀπὸ τὰ ὁποῖα κρύβεται ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, θὰ καταλήξουμε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ.

Γιατί ὅμως ὅλοι ἐμεῖς στυλώνουμε τὰ πόδια μας, τὴν ὕπαρξή μας ἀπέναντι στὴ ροὴ τῶν γεγονότων τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς ζωῆς, γιατί δὲν ἀφηνόμαστε στὴ ζωή, γιατί θέλουμε ὅλα νὰ τὰ ἐλέγχουμε, γιατί θέλουμε ὅλα νὰ εἶναι τακτοποιημένα, γιατί θέλουμε ὅλα νὰ εἶναι σὲ κουτάκια, γιατί ὅλα νὰ ἔχουν ταμπέλες καὶ ἐτικέτες καὶ νὰ ἀσκοῦμε ἔλεγχο πάνω σὲ ὅλα;

Θὰ ξεκινήσουμε εἰσαγωγικὰ νὰ ποῦμε ὅτι σύμφωνα μὲ τὴ χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία ξέρουμε πάρα πολὺ καλὰ  ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κτιστός. Καὶ ἡ κτιστότητα, δηλαδὴ ἡ θνητότητα τοῦ ἀνθρώπου ἔχει κάποια χαρακτηριστικά, ὅπως εἶναι ἡ ρευστότητα, δηλαδὴ ὅτι τὰ πάντα εἶναι ρευστὰ καὶ ἡ μεταβλητότητα, δηλαδὴ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ πάντα εἶναι μεταβλητά, ἀνὰ πάσα στιγμὴ μποροῦν νὰ ἀλλάξουν. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ Ἡράκλειτος, ὅτι «ποτὲ ὁ ἴδιος ἄνθρωπος δὲ μπορεῖ νὰ μπεῖ στὸ ἴδιο ποτάμι». Καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄλλος καὶ τὸ ποτάμι εἶναι ἄλλο. Δηλαδή, ὁ ἴδιος ἄνθρωπος ἐὰν μπεῖ μία φορὰ καὶ βγεῖ καὶ προσπαθήσει νὰ ξαναμπεῖ δὲν εἶναι ὁ ἴδιος ἄνθρωπος, ἔχει ἀλλάξει. Καὶ τὸ ποτάμι δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ποτάμι, ἡ ροή του ἔχει ἀλλάξει. Αὐτή, λοιπόν, ἡ κτιστότητα ἐμπεριέχει τὰ πιὸ πάνω στοιχεῖα, τὴ ρευστότητα καὶ τὴ μεταβλητότητα.

Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο ποὺ ἡ κτιστότητά μας ἔχει μέσα της εἶναι ἡ ἐλλειμματικότητα. Πάντα μέσα στὴν ψυχή μας ὑπάρχει μία αἴσθηση ἐλλείψεως, σὲ ὅ,τι κάνουμε αἰσθανόμαστε ὅτι κάτι λείπει. Δημιουργοῦμε μία ἐπιθυμία πάνω στὴν ὁποία, προβάλλουμε τὴ φαντασίωσή μας καὶ θεωροῦμε ὅτι ἂν τὴν ἐπιτύχουμε καὶ ἂν βιώσουμε αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία θὰ εἴμαστε οἱ πιὸ εὐτυχισμένοι ἄνθρωποι στὸν κόσμο. Καὶ γίνεται αὐτὸ καὶ σαρκώνεται αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία μας καὶ στὸ τέλος, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ βιώνεις τὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου σου, ὅ,τι κι ἂν ἦταν αὐτό, ἕνα ἀντικείμενο, ἕνα πρόσωπο, μία κατάσταση, τὴν ἴδια αὐτομάτως στιγμὴ αἰσθάνεσαι μία βαθιὰ ἔλλειψη καὶ λὲς κάτι μοῦ λείπει καὶ πάλι. Ὁ Λακὰν ὁ ψυχαναλυτὴς ἔλεγε ὅτι πάντοτε ἡ ἐπιθυμία δὲν ἔχει ἀντικείμενο, δηλαδή, στὴν πραγματικότητα ὅποτε ὁλοκληρώνουμε μία ἐπιθυμία τὸ ἀντικείμενο λείπει. Πρέπει ξανὰ νὰ βρίσκουμε ἕνα καινούριο ἀντικείμενο. Γι’ αὐτὸ διαρκῶς ζητᾶμε αὐτὴ τὴν τελειότητα, τὴν ὁλοκλήρωση.

Καὶ πᾶμε στὸ ἄλλο στοιχεῖο τῆς θνητότητας τὸ ὁποῖο εἶναι πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι μερικός, δὲν εἶναι καθολικὸς – μόνον ὁ Θεὸς εἶναι καθολικός. Ὁ ἄνθρωπος μετέχει μερικῶς στὰ πράγματα, πάντα περιορίζεται, ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος τὸν περιορίζουν. Εἴμαστε ἐδῶ τὴ συγκεκριμένη ὥρα, δὲ μποροῦμε νὰ εἴμαστε καὶ κάπου ἀλλοῦ. Αὐτὸς εἶναι ἕνας περιορισμός, μία μερικότητα. Ὁ ἄνθρωπος δὲ μπορεῖ νὰ φτάσει στὴν καθολικότητα τῶν πραγμάτων, αὐτὸ εἶναι στοιχεῖο μόνο του Θεοῦ καὶ μόνον οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι σπᾶνε τὴ μερικότητα, κατὰ διαστήματα, βιώνουν μία καθολικότητα τῶν πραγμάτων στὴν ἀγάπη τους καὶ στὴν προσέγγισή τους. Μποροῦν σὲ ἕνα πρόσωπο νὰ ἀγαπᾶνε ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, μποροῦν στὸ βλέμμα ἑνὸς ζώου νὰ ἀγαπᾶνε ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα καὶ γι’ αὐτὸ τὸ βλέπουμε ὄχι μόνο στὴν ἀγάπη ἀλλὰ καὶ στὸν πόνο. Δηλαδή, ἕνα ζῶο πληγωμένο μπορεῖ νὰ τοὺς συνταράσσει καὶ νὰ βιώνουν τὴν πτώση ὁλόκληρη. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Σιλουανὸς μιὰ φορὰ ὅτι εἶδε ἕνα φίδι στὸ Ἅγιον Ὄρος, τὸ ὁποῖο ἦταν κομμένο καί, βλέποντας τοὺς σπασμοὺς ποὺ ἔκανε τὸ νευρικὸ σύστημα τοῦ ζώου, αὐτομάτως βίωσε τὴν πτώση ὅλων των αἰώνων.

Τέλος, τὸ ἄλλο στοιχεῖο ποὺ ἔχει ἡ θνητότητα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐντροπία, δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος διαρκῶς καὶ ὅλο το σύμπαν καὶ ὅλη ἡ κτίση ἔχει μία δυναμικὴ στὴν ἀποδόμηση. Ὅ,τι ἀνθίζει, μαραίνεται, ἔχει κλιμάκωση ἀνοδικὴ καὶ μετὰ πέφτει. Αὐτὸ τὸ βιώνουμε κάθε μέρα, στὴ διάθεσή μας, στὶς σκέψεις μας, στὰ βιώματά μας. Βιώνουμε ἕναν ἐνθουσιασμὸ καὶ μετὰ βλέπουμε ὅτι μειώνεται αὐτὸ τὸ πράγμα, ἔχουμε χαρὰ γιὰ ἕνα γεγονὸς καὶ σιγὰ σιγὰ αὐτὸ ἀποδυναμώνεται κ.ο.κ. Αὐτὰ τὰ λέμε γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅτι αὐτὲς οἱ προϋποθέσεις, αὐτὲς οἱ καταστάσεις φοβίζουν τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου,  στὸν πυρήνα τῆς ὁποίας δημιουργεῖται αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε ὑπαρξιακὸ ἄγχος τοῦ θανάτου, τὸ ὁποῖο κρύβεται πίσω ἀπὸ πάρα πολλὲς καταστάσεις – ἀρρώστιες καὶ σωματικὲς καὶ ψυχικὲς καὶ τῆς λειτουργίας τῆς προσωπικότητας κ.ο.κ. Ὁ φόβος καὶ τὸ ἄγχος τοῦ θανάτου εἶναι κεκαλυμμένα, δηλαδή, λειτουργοῦν μὲ προσωπεῖα. Δὲν ἐμφανίζονται ὡς εἶναι, ἀλλὰ μπερδεύονται μὲ ἄλλες καταστάσεις γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀνιχνεύονται καὶ πάρα πολὺ εὔκολα. Ὁ ἄνθρωπος τώρα γιὰ νὰ προσπαθήσει νὰ ἐλέγξει αὐτὸ τὸ ἄγχος τοῦ θανάτου προσπαθεῖ νὰ θεσμοθετήσει μιὰ φαντασιακὴ ἀθανασία, δηλαδή, προσπαθεῖ νὰ δημιουργήσει μία ἀθανασία μέσα ἀπὸ ἕναν ἔλεγχο πραγμάτων. Καὶ πῶς τὸ κάνει αὐτό; Τὸ κάνει μὲ μία κοσμικότητα ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὴν ἐξουσία, στὸ χρῆμα, στὴ δύναμη, στὴ γοητεία, στὸν πανσεξουαλισμὸ καὶ σὲ ἄλλα διάφορα, μὲ τὰ ὁποῖα θέλει νὰ νιώσει μία εὔθραυστη κυριαρχία πάνω στὴ ζωή, ἡ ὁποία τὸν φοβίζει. Τὸν ταράσσει αὐτὴ ἡ μεταβλητότητα, τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλα εἶναι ρευστά.

 Θὰ ἤθελα τώρα μαζί, πάνω σ’ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, νὰ δοῦμε μερικὲς σκέψεις ὅσον ἀφορᾶ σὲ αὐτό, δηλαδὴ σὲ αὐτὸ τὸ φόβο τοῦ ἀνθρώπου μπροστὰ στὸ εὐμετάβλητο τῆς ὕπαρξης καὶ νὰ δοῦμε πῶς κανεὶς μπορεῖ χριστιανικά, ὀρθόδοξα καὶ πνευματικὰ νὰ ἀντιμετωπίσει αὐτὲς τὶς καταστάσεις. Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι πάρα πολὺ μπερδεύουν στὴ ζωή τους αὐτὸ ποὺ λέμε στὴν ὀρθόδοξη παράδοση «παραιτήσου στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀφήσου στὴ ροὴ τῶν πραγμάτων, μὴ θέλεις νὰ τὰ ἐλέγχεις ὅλα». Ὑπάρχει ὁ ἀντίλογος ἂν αὐτὴ ἡ παραίτηση, ἡ παράδοση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, συνιστᾶ ἢ ὄχι ἠττοπάθεια, ἀπάθεια, μία κατάσταση, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνα ἄβουλο ὄν. Βλέπουμε μία σύγχυση μέσα στὸ λογισμὸ ποὺ μπερδεύει τὴν ἔννοια τῆς παράδοσης, τὸ «παραδίδομαι» καὶ τὸ «παραιτοῦμαι». Ἄλλο πράγμα τὸ «παραιτοῦμαι», ποὺ σημαίνει γίνομαι ἕνα ἄβουλο ὄν, δὲ μετέχω στὴ ζωή μου, δὲν παίρνω εὐθύνες, δὲ συμμετέχω στὴ διάπλαση τῆς προσωπικῆς μου ἱστορίας σὲ συνέργεια μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ κι ἄλλο πράγμα τὸ «παραδίδομαι». Τὸ πρῶτο εἶναι ἀκυρωτικὸ τῆς προσωπικότητας καὶ ἀκυρωτικὸ τῆς κλήσης ποὺ ἔχει κάνει ὁ Θεὸς πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Τὸ δεύτερο ἔχει μέσα μία δυναμικὴ τῆς σχέσης. Τὸ παραιτοῦμαι εἶναι ἐγωκεντρικό, παραιτοῦμαι ἀπὸ τὶς δυνάμεις μου, παραιτοῦμαι ἀπὸ μία διάθεση καὶ εὐθύνη μέσα στὴ ζωή, δὲν ἀναλαμβάνω τὴν εὐθύνη μου. Τὸ παραδίδομαι σὲ κάποιον ἔχει μία διάθεση σχέσης, δὲν εἶναι ἀόριστο. Εἶναι σὰ νὰ λέμε συνεργάζομαι, ὅτι ὑπάρχει μία οὐσιαστικὴ συνέργεια μὲ τὸ Θεό.

Λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος σὲ ἕνα πολὺ ὡραῖο λόγο του: «νὰ κάνεις πάντα αὐτὸ ποὺ μπορεῖς. Καὶ μετά, ἀφοῦ κάνεις πρῶτα αὐτὸ ποὺ μπορεῖς, νὰ παραδίδεσαι στὸ Θεό». Ὑπάρχουν πάρα πολλοὶ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι σκέφτονται καὶ λένε, ἂς ποῦμε, «ὅ,τι  θέλει ὁ Θεός, ἂς γίνει ὅ,τι θέλει ὁ Θεὸς» ἀλλὰ πίσω ἀπὸ ἐκεῖ κρύβουν μία ἄρνησή τους νὰ ἀναλάβουν τὴν εὐθύνη. Λέει ὁ ἅγιος Παΐσιος ὅτι ἂν εἶσαι στὴν ἔρημο καὶ θέλεις νὰ πιεῖς νερὸ δὲν πρόκειται ὁ Θεὸς νὰ σοῦ δώσει νερὸ ὅσο κι ἂν προσεύχεσαι. Ἐὰν ἐσὺ ὁ ἴδιος δὲν ψάξεις, δὲ σκάψεις καὶ δὲν ἐξαντλήσεις ὅλες τὶς δυνατότητες ἀνθρωπίνως. Κι ἂν ἐσὺ ψάξεις, κι ἂν ἐσὺ σκάψεις καὶ δὲ βρεῖς, τότε ὁ Θεὸς θὰ σοῦ στείλει νερό. Ὁ Θεὸς δὲ θέλει ἕνα ἀνθρώπινο πρόσωπο τὸ ὁποῖο δὲ λαμβάνει τὴν εὐθύνη τῆς ζωῆς του. Δὲ θέλει ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἔχει παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴν κλήση ποὺ εἶναι τὸ καθ’ ὁμοίωσιν. Ὁ Θεὸς λέει «εἶστε κατ’ εἰκόναν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν». Τὸ καθ’ ὁμοίωσιν ἔχει μέσα μία κινητικότητα, ἔχει μία δημιουργικότητα, σὲ καλεῖ σὲ δημιουργία, σὲ καλεῖ σὲ μία κίνηση.

Ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ πνευματικὴ ζωή μας δὲν εἶναι μιὰ ζωὴ ποὺ κοιτάει στὸ παρελθόν. Οὔτε εἶναι μία ζωὴ ἡ ὁποία κοιτάει μόνο στὸ παρόν, ἀλλὰ ἀπὸ ποῦ παίρνει τὴν ταυτότητά της; Ἀπὸ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ συναντήσουμε καὶ προγευόμαστε. Ἀπὸ ἐκεῖ παίρνουμε γεύση στὴ ζωὴ αὐτή. Μικρὲς γεύσεις, στὴν προσευχή, στὴ μετάνοια, στὴν ἀγάπη, στὴ Θεία Λειτουργία, στὴ Θεία Κοινωνία. Βέβαια, ἐπειδὴ βρισκόμαστε μέσα στὸ χῶρο καὶ στὸ χρόνο αὐτὰ δὲν κρατᾶνε πολύ, δὲν εἶναι σταθερά, εἶναι μεταβλητά, ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς μεγαλύτερους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶχαν μεγάλες ἐμπειρίες τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης. Φεύγει ἀπὸ τὸ κελλί του ὁ ἅγιος, ἀφοῦ ἔχει δώσει μία μάχη μὲ τὸ ζωντανὸ Θεό. Ἐπὶ 2-3 χρόνια προσεύχεται, νηστεύει, κοιμᾶται στὸ πάτωμα, ζητάει μέσα ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς πνευματικὲς ἀσκήσεις νὰ τοῦ ἐμφανιστεῖ ὁ ζωντανὸς Θεὸς καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἀρνεῖται, δὲν ἐμφανίζεται μὲ τίποτα. Γιατί ὁ Θεὸς δὲν ἐκβιάζεται, ἡ σχέση καὶ ἡ ἐμπειρία μὲ τὸ Θεὸ δὲν ἔχει συμβιβασμούς, δὲ γίνεται ἀπὸ ἀσκήσεις πνευματικές. Ἡ πνευματικὴ ἄσκηση εἶναι μόνο καὶ μόνο μία ἔκφραση ἀγάπης, δὲν εἶναι μία ἐπιβολὴ τοῦ ἐγὼ στὸ Θεό, ὅτι ἐγὼ νηστεύω καὶ εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ μοῦ φανερωθεῖς. Ἐγὼ πάω στὴν ἐκκλησία καὶ εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ πάθω τίποτα. Ἐγὼ κοινωνάω, ἐξομολογοῦμαι, θὰ περνάω ὅλα τα μαθήματα. Ἐγὼ εἶμαι κοντά σου ὁπότε ὅλα πρέπει νὰ μοῦ πηγαίνουν καλά.

Ἦταν ἔκδηλη ἡ ἀπορία μίας γιαγιᾶς στὴν ἐνορία μου ἡ ὁποία ἦρθε καὶ μοῦ λέει: «Δὲς τὸ πόδι μου γιατί τὸ ἔσπασα». «Καὶ ποῦ εἶναι τὸ πρόβλημα;», τὴ ρωτάω. «Γιατί τὸ ἔσπασα ἀφοῦ κοινωνάω;», μοῦ ἀπαντᾶ. Δηλαδὴ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἐντύπωση, ὅτι ὅποιος πάει στὴν ἐκκλησία, κοινωνάει, ἐξομολογεῖται, ἀποκτᾶ κάποιες ἰδιότητες οἱ ὁποῖες τὸν κρατοῦν ἀλώβητο ἀπὸ κάθε κακό. Δὲν ὑπάρχει αὐτό. Πολλὲς φορὲς μπαίνοντας κανεὶς μέσα στὴν πνευματικὴ ζωὴ μπορεῖ νὰ ἔχει καὶ περισσότερους πειρασμοὺς καὶ περισσότερες δυσκολίες. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἡ ἐν Χριστῷ πραγμάτωση δὲν καταργεῖ τὴν πραγματικότητα τῆς ζωῆς. Τὴ μεταμορφώνει, δὲν τὴν καταργεῖ. Αὐτὸ εἶναι τὸ λάθος ποὺ κάνουμε. Ἐμεῖς ζητᾶμε κατάργηση τῶν ὅρων τῆς ζωῆς. Δὲν εἶναι κατάργηση, εἶναι μεταμόρφωση. Καὶ τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι ἡ ἀρρώστια θὰ ἔρθει. Εἶσαι ἄνθρωπος, εἶσαι ὕπαρξη, εἶσαι θνητός, εἶσαι μεταβλητός, εἶσαι ρευστός. Θὰ ἔρθει, ἀλλὰ ἡ ἀντιμετώπιση, ἡ ἑρμηνεία, ἡ τοποθέτηση ποὺ κάνεις ἐν Χριστῷ εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Μεταμορφώνεις τελείως τὸ γεγονός. Τὸ ἴδιο ἐξωτερικὸ γεγονός. Τὰ ἐξωτερικὰ γεγονότα δὲ θὰ ἀλλάξουν, ἀλλάζει ὁ τρόπος ποὺ τὰ ἑρμηνεύεις, ὁ τρόπος ποὺ τὰ βλέπεις καὶ ὁ τρόπος ποὺ τοποθετεῖσαι ἀπέναντι στὰ γεγονότα ἐν Χριστῷ. Αὐτὸ ἀλλάζει. Κι ἐκεῖ εἶναι τὸ μυστικὸ τῆς εὐλογίας καὶ τῆς χάριτος. Ἂν διαβάσετε τοὺς βίους τῶν ἁγίων θὰ δεῖτε ὅτι κανεὶς ἅγιος δὲν ἑξαιρέθηκε ἀπ’ τὸν κοινὸ βίο ἑνὸς ἀνθρώπου. Φτώχεια, πείνα, ἀρρώστιες, κακουχίες, δυσκολίες, φασαρίες, μαλώματα, συμφιλιώσεις, διχογνωμίες, δύσκολες στιγμὲς ἀπιστίας, ξαναέβρισκε τὴν πίστη του, ἔπεφτε, σηκωνόταν. Ἕνας βίος καθ’ ὅλα ἀνθρώπινος καὶ φυσιολογικός. Ἡ ὀμορφιὰ καὶ τὸ μυστικὸ εἶναι ὅτι ὅλα αὐτὰ μεταμορφώνονταν ἐν Χριστῷ. Ἀφήνομαι, λοιπόν, δὲ σημαίνει παραιτοῦμαι καὶ μένω ἀπαθής. Ἀντίθετα, σημαίνει ὅτι κάνω ὅ,τι καλύτερο μπορῶ ἐγὼ καὶ τὰ ὑπόλοιπα τὰ ἀφήνω στὸ Θεό. Ἡ σύγχυση μεταξὺ τῶν δύο νοημάτων εἶναι τὸ πρῶτο ἐμπόδιο στὸ νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀφεθοῦμε.

Ἕνας δεύτερος λόγος ποὺ μᾶς ἀποτρέπει ἀπὸ τὸ νὰ ἀφεθοῦμε στὸ Θεὸ εἶναι ὅτι θεωροῦμε τὸ νὰ παραδίδεται κανεὶς στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ ροὴ τῶν γεγονότων ὡς σημεῖο ἀδυναμίας. Κι ὅμως, χρειάζεται τεράστια δύναμη γιὰ νὰ φτάσεις στὸ σημεῖο νὰ μὴν τρέφεσαι ἀπὸ τὸ λογισμό σου, νὰ μὴν τρέφεσαι ἀπὸ τὴ νάρκισση αὐτο-εικόνα σου, νὰ μὴν τρέφεσαι ἀπὸ τὶς αὐτοκαταστροφικὲς ἐπιθυμίες σου, νὰ μάθεις νὰ ἀπογυμνώνεσαι ἀπὸ τὸ «ἐγώ» σου. Αὐτὸ ὄχι μόνο δὲν εἶναι ἀδυναμία ἀλλὰ εἶναι καὶ πάρα πολὺ δύσκολο. Ἂς προσπαθήσει κανεὶς νὰ ἀπεγκλωβιστεῖ ἀπὸ τὸ «ἐγώ» του νὰ δοῦμε πόσο θὰ ἀντέξει.

Ἀκόμα, ἕνα τρίτο σημεῖο, εἶναι ὅτι ὑπάρχει ἕνα ἄγχος καὶ ἕνας φόβος γιὰ τὸ πῶς θὰ προστατευθοῦμε, ὅπως εἶπα προηγουμένως, ἀπὸ τὶς δυσκολίες, τὰ βάσανα καὶ τὴν τραγικότητα τῆς ζωῆς. Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ξέρουμε εἶναι ὅτι δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ προστατευθεῖ, δηλαδή, νὰ μὴν μετέχει στὴν τραγικότητα τῆς ζωῆς. Στὴ ζωὴ μέσα ὑπάρχουν καὶ τραγικὰ γεγονότα, εἶναι μέρος καὶ κομμάτι τῆς ζωῆς. Ὅσο δὲ θέλει κανεὶς νὰ τὸ ἀποδεχθεῖ ὅτι ὑπάρχει κι αὐτὸ μέσα στὴ ζωή, τόσο θὰ ὑποφέρει περισσότερο κάθε φορὰ ποὺ θὰ τὸ συναντᾶ. Ἐπειδὴ αὐτὸ ὑπάρχει, εἶναι μέρος τῆς ζωῆς. Καὶ πρέπει ἐδῶ νὰ ξέρουμε ἕνα μυστικὸ ποὺ εἶναι πάρα πολὺ σημαντικὸ καὶ πρέπει νὰ τὸ κατανοήσουμε βαθύτερα· ὁ πόνος εἶναι δομικὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ἐνῶ ἡ χαρὰ δὲν εἶναι. Γιατί; Γιατί ὁ πόνος εἶναι στοιχεῖο ἐπιβίωσης, ὑπάρχει μέσα στὴν ὕπαρξή μας ὥστε νὰ ἐπιβιώνουμε. Χωρὶς τὸν πόνο δὲ θὰ μπορούσαμε νὰ ἐπιβιώσουμε. Φανταστεῖτε κάποιος νὰ καίγεται καὶ νὰ μὴν πονάει. Φανταστεῖτε κάποιος νὰ ἔχει μία ἀσθένεια καὶ νὰ μὴν αἰσθάνεται πόνο. Ὁ πόνος εἶναι στοιχεῖο καὶ μηχανισμὸς ἐπιβίωσης τοῦ ἀνθρώπου, ὁπότε εἶναι ζυμωμένος μὲ τὴν ὕπαρξη.  Ἀπ’ τὴν ἄλλη, ἡ χαρὰ τί εἶναι; Ἡ χαρὰ εἶναι ποιοτικὸ στοιχεῖο. Πρέπει νὰ τὸ ἀνακαλύψεις, πρέπει νὰ τὸ χτίσεις, πρέπει νὰ τὸ ἐπιθυμήσεις, πρέπει νὰ δουλέψεις τὴ χαρά. Πρέπει νὰ θέλεις νὰ εἶσαι χαρούμενος, νὰ θέλεις νὰ βρεῖς τὴ χαρὰ ποὺ γιὰ μᾶς εἶναι ὁ Χριστός. Γι’ αὐτὸ καὶ λέμε πάρα πολλὲς φορὲς ὅτι ἐὰν θέλει κανεὶς νὰ παραπονιέται κι ἂν θέλει κανεὶς νὰ εἶναι μίζερος καὶ καταθλιπτικὸς αὐτὸ εἶναι πάρα πολὺ εὔκολο. Θὰ βρίσκει συνέχεια αἰτίες γιὰ νὰ κλαίει τὴ μαύρη του τὴ μοίρα καὶ νὰ ἀκυρώνει τὰ πάντα. Τὸ δύσκολο εἶναι πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ φτάσει σ’ αὐτὸ ποὺ λέει ἡ Ἐκκλησία νὰ γίνει ἕνας ἄνθρωπος δοξολογίας καὶ εὐχαριστίας γιὰ τὰ πάντα καὶ κατὰ πάντα, γι’ αὐτὰ ποὺ καταλαβαίνει τὸ μυαλὸ κι αὐτὰ ποὺ δὲν καταλαβαίνει. Αὐτὸ εἶναι τὸ δύσκολο. Ἀλλὰ ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ ὀμορφιά, ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ χάρη, ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ εὐλογία τῆς ὕπαρξης τῆς ζωῆς. Ἡ χαρά, λοιπόν, εἶναι ποιοτικὸ στοιχεῖο. Πρέπει νὰ ἀποφασίσεις ὅτι θὲς νὰ εἶσαι χαρούμενος καὶ νὰ κάνεις κάτι γι’ αὐτό. Ὁ πόνος εἶναι πολὺ εὔκολος γιατί, ἐπαναλαμβάνω, εἶναι στοιχεῖο ἐπιβίωσης.

Τὸ τέταρτο σημεῖο ποὺ πρέπει νὰ σταθοῦμε, εἶναι ὅτι μέσα μας ὑπάρχει μία ἐπιθυμία νὰ μὴν πονᾶμε. Δηλαδή, ἂν εἶναι δυνατὸν καὶ ὁ πόνος ποὺ ἔρχεται στὴ ζωή μας νὰ τελειώνει πολὺ γρήγορα. Ὁ αἰώνας μας ἔχει ὀνομαστεῖ ὡς ὁ «αἰώνας τοῦ depon». Τί σημαίνει αὐτὸ δηλαδή;  Ὅτι γρήγορα, πάρα πολὺ ἄμεσα θέλουμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπ’ τὸν πόνο. Δὲν ἔχουμε μάθει νὰ ἀκοῦμε τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή μας. Δὲν ἔχουμε μάθει νὰ σιωποῦμε. Δὲν ἔχουμε μάθει νὰ διαβάζουμε τὰ σημεῖα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Πονάει τὸ κεφάλι μας καὶ μὲ γρήγορες διαδικασίες πᾶμε καὶ παίρνουμε depon. Δηλαδή, τὸ πρόβλημά μας εἶναι νὰ μὴν πονᾶμε. Ἀλλὰ ὅταν δὲ θέλεις νὰ πονέσεις, ἀκυρώνεις τὴν ὕπαρξη, ἕνα τεράστιο δικαίωμα καὶ μιὰ δυνατότητα νὰ μαθητεύσεις στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς. Διότι δὲ μπορεῖς, ἐὰν δὲν ἀφήσεις τὸν ἑαυτό σου στὸν πόνο, δὲ θὰ μαθητεύσεις. Πότε ἕνας ἄνθρωπος ἔγινε σοφός; Στὸν πόνο. Πότε ἕνας ἄνθρωπος ἔγινε ὥριμος; Στὸν πόνο. Πότε ἕνας ἄνθρωπος ἔγινε πιὸ ἐμπειρικός; Στὸν πόνο. Πνευματικότερος; Στὸν πόνο. Ὄχι μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἔχουμε κάποιο σύνδρομο μαζοχισμοῦ, πρὸς Θεοῦ, ὄχι μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὁ πόνος εἶναι μία πύλη γνώσεως καὶ σοφίας. Σοῦ ἀνοίγει κάποιες δυνατότητες στὴν ὕπαρξη διότι σοῦ θυμίζει ὅτι εἶσαι κτιστός, σοῦ θυμίζει ὅτι εἶσαι θνητός, σοῦ θυμίζει ὅτι τὸ νόημα τῶν πραγμάτων βρίσκεται ἀλλοῦ, σὲ ἀναγκάζει νὰ ψάξεις μέσα σου, σὲ ἀναγκάζει νὰ ἀναρωτηθεῖς, νὰ σκεφτεῖς, νὰ προβληματιστεῖς. Ὁπότε στὴν προσπάθειά μας νὰ μὴν πονᾶμε στὴν οὐσία τί κάνουμε; Ἀκυρώνουμε τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς.

Τὸ πέμπτο εἶναι ὅτι ὑπάρχουν μέσα μας κάποιοι αὐτοματισμοὶ καὶ κάποιες ἀντιλήψεις γιὰ τὸ πῶς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι τὰ πράγματα στὴ ζωή μας. Ξέρετε, αὐτὴ ἡ σύγκρουση μεταξύ των δύο αὐτῶν μεγεθῶν, δηλαδὴ τοῦ πῶς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι μὲ τὸ πῶς ἔχουν τὰ πράγματα εἶναι μία ἀπίστευτη σύγκρουση, ἡ ὁποία γεννάει μόνο προβλήματα. Ἀπὸ ποῦ ξεκινᾶνε οἱ νευρώσεις; Ἀπὸ τὴ σύγκρουση μεταξὺ αὐτοῦ ποὺ βιώνω, αὐτὸ ποὺ εἶμαι μὲ αὐτὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶμαι. Κι ἀφοῦ δὲν καταφέρνω νὰ εἶμαι αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶμαι, αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔχουν πεῖ οἱ γονεῖς μου, τὸ σχολεῖο μου, ἡ θρησκεία μου, ἡ τελειομανία μου, ὁ ναρκισσισμός μου ποὺ φαντασιώνεται τὴ μεγαλειότητά μου, ἔρχεται μία σύγκρουση ἡ ὁποία εἶναι πολὺ ἀκυρωτική. Δημιουργεῖ ἄγχος, δημιουργεῖ θλίψη, δημιουργεῖ χίλια δυὸ προβλήματα, ὡς καὶ σὲ πιὸ σύνθετες ψυχοπαθολογίες.

Αὐτὸ ποὺ δὲν καταλαβαίνουμε εἶναι ὅτι στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν πνευματικὴ ζωὴ δὲν πᾶμε γιὰ νὰ αἰσθανθοῦμε πόσο τέλειοι καὶ ὑπέροχοι εἴμαστε, ἀλλὰ γιὰ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν ἀδυναμία μας, γιὰ νὰ βιώσουμε ἀπενοχοποιητικὰ τὴν ἀδυναμία μας, γιὰ νὰ βιώσουμε τὴν ἀτέλειά μας χωρὶς ἐνοχή, χωρὶς ἀκύρωση, χωρὶς ματαίωση. Βιώνεις μία ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ συγχρόνως μία θεϊκὴ ἀγάπη. Δηλαδή, ἐσὺ βιώνεις πὼς ναί, ἐγὼ σὰν ἄνθρωπος δὲ μπορῶ νὰ εἶμαι τέλειος σὲ ὅλα, δὲ μπορῶ νὰ τὰ κάνω ὅλα ἄψογα, δὲ μπορῶ σὲ ὅλα νὰ ἐπιτυγχάνω, δὲ γίνεται νὰ ἔχω συνεχῶς νίκες στὴ ζωή μου. Ἀλλὰ παρὰ ταῦτα κάποιος μὲ ἀγαπάει καὶ μὲ ἀγαπάει καὶ πολύ. Ἐγὼ εἶμαι ἕνα μάτσο χάλια, ἀλλὰ αὐτὸς μὲ ἀγαπάει πολύ. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Καὶ λέει πάρα πολὺ ὄμορφα ὁ ἅγιος Τύχων, αὐτὸς ὁ Ρῶσος μεγάλος ἅγιος, λέει ὅτι στὸν παράδεισο δὲν πᾶμε κατακτώντας πράγματα. Μὲ τὶς νηστεῖες μου, μὲ τὶς ἀρετές μου, μὲ τὴν ἠθική μου. Καὶ στὸ τέλος θεωροῦμε ὅτι τὸν Θεὸ τὸν νικᾶμε, τὸν Θεὸ τὸν κατακτοῦμε, τὸν κερδίζουμε τὸν παράδεισο, εἴμαστε «καπάτσοι», εἴμαστε ἔξυπνοι, εἴμαστε «καταφερτζῆδες».

Ξεχνᾶμε ὅτι εἶναι δωρεά, ὅτι κανεὶς δὲν εἶναι ἄξιος του παραδείσου, ὅτι εἶναι ἕνα δῶρο τῆς θεότητας πρὸς τὴ κτιστότητα τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ λέει ὁ ἅγιος Τύχων ὅτι ὄχι, δὲν πᾶμε νίκη-νίκη, πᾶμε ἥττα-ἥττα. Δηλαδή, βιώνω χωρὶς νὰ ἀπογοητεύομαι τὴν ἀδυναμία μου, χωρὶς νὰ ἀκυρώνομαι, χωρὶς νὰ στήνω τὸν ἑαυτό μου κάθε μέρα στὰ πέντε μέτρα καὶ νὰ τὸν μαστιγώνω, νὰ τὸν ἐξαντλῶ, νὰ τὸν ἐξαφανίζω, νὰ τὸν ἀπογυμνώνω. Πρέπει, λοιπόν, νὰ ἀποδεσμευθοῦμε μέσα μας καὶ νὰ γκρεμίσουμε ὅλα αὐτὰ τὰ εἴδωλα τοῦ νοῦ μας  ποὺ μᾶς λένε πῶς θὰ πρέπει νὰ εἶναι τὰ πράγματα γιὰ νὰ μπορῶ νὰ εἶμαι χαρούμενος. Ἢ πῶς θὰ εἶναι τὰ πράγματα γιὰ νὰ εἶμαι τέλειος. Αὐτὸ ξέρετε εἶναι δύσκολο καὶ θέλει πολλὴ προσευχὴ καὶ πάρα πολλὴ προσπάθεια γιὰ νὰ γίνει. Λέει ὁ ἅγιος Παΐσιος πάνω σ’ αὐτό: «Ἐσὺ βάζεις τὰ προγράμματά σου μπροστὰ ἀπὸ τὰ προγράμματα τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ βασανίζεσαι». Ξέρετε, λένε πολὺ λαϊκὰ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν μία ἐμπειρία στὴ ζωὴ πὼς ὅταν κάνουμε ἐμεῖς σχέδια ὁ Θεὸς γελάει. Ἕνας ὀρθολογιστὴς μπορεῖ νὰ σοῦ πεῖ «δηλαδὴ δὲν πρέπει νὰ κάνω σχέδια στὴ ζωή μου;». Καὶ βέβαια μποροῦμε νὰ κάνουμε σχέδια, ἀλίμονο. Ἀλλὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει σὲ ἄλλο σημεῖο, πάλι ὁ ἅγιος Παΐσιος, «βάζε κι ἕνα ἐρωτηματικὸ σ’ αὐτὸ ποὺ κάνεις, βάζε καὶ ἕνα “ἀλλά”, ἕνα “ἴσως”, ἕνα “μήπως”». Ὄχι αὐτὴ τὴν ἀπολυτότητα ποὺ ἂν δὲ μοῦ βγεῖ ἔτσι ὅπως ἐγὼ τὸ σκέφτομαι καὶ τὸ προγραμματίζω διαλύομαι, ἀκυρώνομαι, καταρρέω, γίνεται μέσα μου ἀποσύνθεση γιατί δὲ βγῆκε αὐτὸ ποὺ πίστευα.

Δὲν εἶναι ὅλα μαῦρο ἢ ἄσπρο. Πολλὲς φορὲς ἡ θεραπεία δὲν εἶναι νὰ ἐξαφανιστεῖ τὸ πρόβλημα ποὺ μᾶς βασανίζει, ἀλλὰ νὰ μάθουμε νὰ ζοῦμε μαζί του χωρὶς νὰ ἐμποδίζει αὐτὸ τὴν καθημερινὴ λειτουργικότητα τῆς ζωῆς μας. Πολλὲς φορὲς ἡ θεραπεία εἶναι νὰ μάθω νὰ ζῶ μὲ τὸ σταυρό μου χωρὶς νὰ μεμψιμοιρῶ, χωρὶς νὰ ἀγανακτῶ. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ποὺ τοὺς βλέπετε χαρούμενους, εὐτυχισμένους, δὲν τὰ ἔχουν λύσει τὰ προβλήματά τους, ἀλλὰ ἔχουν μάθει ἐν Χριστῷ καὶ μὲ δοξολογία νὰ βαστᾶνε τὸ σταυρό τους χωρὶς τὸ γεγονὸς αὐτὸ νὰ τοὺς ἀκυρώνει, νὰ τοὺς ματαιώνει. Τὰ πράγματα δὲν ἀλλάζουν ποτὲ ὅταν πασχίζεις νὰ τὰ ἀλλάξεις. Εἶναι ἕνα μεγάλο μυστήριο. Ὅσο ἀγχώνεσαι, ὅσο σοῦ γίνεται ἐμμονὴ ἢ ψυχαναγκασμὸς νὰ ὁρίσεις, νὰ προσδιορίσεις, νὰ ἀλλάξεις τὰ πράγματα, νὰ ἐλέγξεις, τόσο δὲ γίνεται αὐτό. Κι ὅταν ἀφεθεῖς στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ τὰ πράγματα ἀλλάζουν. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο μυστήριο. Πολλὲς φορὲς θὰ δεῖτε ὅτι οἱ ἀλλαγὲς θὰ ἔρθουν τὴ στιγμὴ ποὺ ἐσεῖς ἔχετε παραιτηθεῖ τελείως, ποὺ τὸ ἔχετε ξεχάσει.

Τὰ θαύματα συμβαίνουν ὅταν πάψεις νὰ τὰ περιμένεις. Αὐτὴ εἶναι μία μεγάλη ἐμπειρικὴ ἀλήθεια. Ἡ ζωή, ἡ πραγματικὴ ζωὴ ὄχι ἡ φανταστική, μᾶς λέει ὅτι συνήθως τὰ θαύματα, οἱ ἀλλαγὲς συμβαίνουν ὅταν ἔχουμε πάψει νὰ ἔχουμε μία ἐμμονὴ καὶ ἕνα ἄγχος. Ὅταν δηλαδὴ μὲ λίγα λόγια ἀφηνόμαστε. Ὅταν ξεχάσεις τελείως καὶ πάψει νὰ ἀποτελεῖ ἐμμονὴ γιὰ σένα αὐτὸ τὸ πράγμα θὰ ἔρθει ἡ Χάρις. Ἡ Χάρις ἅμα δεῖτε σὲ ὅλους τους ἁγίους ἦρθε ὡς ἔκπληξη, κάποια στιγμὴ ποὺ εἶχαν ξεχαστεῖ τελείως. Εἴπαμε προηγουμένως τὸν ἅγιο Σιλουανό. Ἐκβίαζε τὰ πράγματα, ἐκβίαζε τὸ Θεό. «Θὰ κάνω αὐτὰ καὶ θὰ λάβω αὐτό». Τοῦ λέει, «Ὄχι, ἐγὼ ὅποτε θέλω θὰ σοῦ δώσω τὴ Χάρη». Κι ἀφοῦ, λοιπόν, κάποια στιγμὴ ὁ ἅγιος ἀποκάμει καὶ νευριάζει κάθεται στὸ καντήλι καὶ στὸ εἰκονοστάσι καὶ λέει στὸ Θεό: «Εἶσαι ἀδυσώπητος», δηλαδὴ δὲν ἔχεις ἔλεος, δὲν ἔχεις τίποτα. Ἦρθαν σὲ μία ρήξη. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ λογικά, θὰ ἔλεγε κανείς, ὅτι εἶναι μία ἁμαρτία, μία προσβολὴ καὶ μία αὐθάδεια τοῦ γέροντος Σιλουανοῦ πρὸς τὸ Θεό, τὴν ἴδια ἐκείνη στιγμὴ ποὺ δὲν κάνει καμιὰ θεάρεστη πράξη ἀλλὰ Τὸν λέει ἀδυσώπητο, βγαίνει ἔξω, περνάει μπροστὰ ἀπὸ τὸ καθολικό του Ἁγίου Παντελεήμονος στὸ ρώσικο μοναστήρι καὶ βλέπει τὸ Χριστὸ νὰ ζωντανεύει μπροστὰ ἀπ’ τὴν εἰκόνα καὶ τὸ Ἄκτιστο Φῶς νὰ διαπερνᾶ τὴν ὕπαρξή του, νὰ βγαίνει ἐκτὸς χώρου καὶ χρόνου καὶ νὰ προγεύεται τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ ποὺ μέσα στοὺς αἰῶνες θὰ ζήσουμε. Καὶ μετὰ βέβαια, ὁ ἅγιος Σιλουανός, λέει «Θεέ μου, μὴ μ’ ἀφήσεις νὰ ζήσω στὸν κόσμο αὐτὸ χωρὶς νὰ ξαναβιώσω αὐτὴ τὴ Χάρη Σου». Αὐτὸ δείχνει ὅτι ἡ Χάρις ἔρχεται σὲ μία ἀνύποπτη στιγμή. Θυμᾶμαι μία μοναχὴ ἡ ὁποία ἦταν Πάσχα στὸ μοναστήρι, αὐτὴ δὲν πήγαινε στὶς ἀκολουθίες, στενοχωριόταν πάρα πολὺ ποὺ δὲν πήγαινε κι ἔλεγε πῶς θὰ ἔρθει ἡ χάρις σὲ μένα, ἔκανε σκέψεις ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή, γιατί τὴν εἶχαν ἀφήσει στὸ γηροκομεῖο τῆς μονῆς νὰ φροντίζει γυναῖκες ἡλικιωμένες ἐκεῖ ποὺ εἶχε ἀλλὰ καὶ μοναχές. Ὅλοι πανηγύριζαν στὸ ναό, αὐτὴ εἶχε μείνει καὶ ἔκανε παρέα καὶ φρόντιζε μία γριούλα. Κάποια στιγμὴ βιώνει ἔντονα τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ μας ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο τὴν ἐπισκέπτεται, ἀλλὰ τὴν παίρνει μαζί Του καὶ τῆς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ γευθεῖ σὲ μία νοερὰ κατάσταση ὅλα τα πάθη Του. Ἔζησε μία μία τὶς μέρες. Αὐτὸ ποῦ ἔγινε; Ἔγινε σὲ μία στιγμὴ ποὺ ἐκείνη πίστευε ὅτι δὲν ἐφαρμόζω τὸν κανόνα ποὺ λέει νὰ εἶμαι στὴν ἐκκλησία. Ἀλλὰ ἔδινε ἀγάπη, ἔδινε συντροφιά, ἔδινε κουράγιο, συμπαραστεκόταν. Ὁπότε κρατεῖστε το αὐτό. Ὅτι τὰ πράγματα συνήθως ἀλλάζουν ὅταν ἐμπιστευθοῦμε τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ κι ὄχι ὅταν ἐμεῖς θέλουμε καὶ ἐπιμένουμε νὰ τὰ ἀλλάξουμε.

Καὶ μιὰ τελευταία σκέψη γιὰ νὰ κλείσουμε. Εἶναι τεράστιο τὸ λάθος νὰ πιστεύουμε, ὅπως μᾶς ὑπαγορεύει πολλὲς φορὲς ὁ λογισμός, ὅτι πρῶτα θὰ ὡριμάσουμε πνευματικὰ καὶ μετὰ θὰ ἀφεθοῦμε στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὅτι δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι. Αὐτὸ εἶναι λάθος καὶ γενικὰ εἶναι λάθος νὰ ἀναβάλλουμε γενικότερα στὴ ζωή μας πράγματα γιὰ ἕνα αὔριο τὸ ὁποῖο δὲν ξέρουμε ἂν θὰ ἔρθει ποτέ. Θὰ πρέπει νὰ ζοῦμε στὸ παρὸν τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι δὲν πρέπει νὰ μπαίνουμε σὲ αὐτὸ τὸ «ὅταν νιώσω ἕτοιμος θὰ πάω νὰ κοινωνήσω», «ὅταν νιώσω ἕτοιμος θὰ πάω νὰ προσευχηθῶ», «ὅταν νιώσω ἕτοιμος θὰ πάω νὰ ἐξομολογηθῶ», διότι μὲ αὐτὸ τὸ «ὅταν», ἀνοίγεται μία ἀβέβαιη σφαίρα στὴν ὁποία ὑπεισέρχεται ὁ πειρασμὸς ποὺ συνέχεια μᾶς βάζει μπερδέματα, λογισμούς, ἀμφιβολίες, ταλαντεύσεις γιὰ νὰ μὴν πᾶμε, ἐν τέλει, ποτέ. Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ πεῖ πῶς ναὶ «τώρα εἶμαι τέλειος»; Ἄλλωστε, στὴν  Ἐκκλησία προτιμᾶμε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ λέει «ἦρθα ἀλλὰ δὲν ἀξίζω σὲ σχέση μὲ τὸ μεγαλεῖο τὸ ὁποῖο θὰ μοῦ δοθεῖ, εἶμαι πολὺ μικρὸς σὲ σχέση μὲ τὴ δωρεὰ ἡ ὁποία θὰ μοῦ δοθεῖ», παρὰ ἕναν ποὺ λέει «ἦρθα καὶ εἶμαι πάρα πολὺ καλὰ καὶ εἶμαι τέλειος», ἔχοντας τὴν αὐτοϊκανοποίηση ὅτι ἀξίζει νὰ κοινωνήσει πατώντας πάνω στὰ κατορθώματά του τὰ πνευματικά, καβάλα δηλαδὴ στὸ ἄλογο τοῦ ἐγωισμοῦ του […]»

Ἀπομαγνητοφώνηση: Δήμητρα Τζάφα

Ἐπιμέλεια: Π.Φ.

 

Πηγή: π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, περιοδικὸ Παρεμβολὴ 124/2018

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *