Ἰατρικά δεδομένα γιά τήν ὁμοφυλοφιλία

Σκοπὸς τοῦ παρόντος φυλλαδίου εἶναι ἡ ἔγκυρη καὶ σύγχρονη  ἐνημέρωση πάνω στἂ ἰατρικὰ δεδομένα  ποὺ ἀφοροῦν στὴν ὁμοφυλοφιλία.

Ἡ ‘ἰατρικοποίηση’ τῆς ὁμοφυλοφιλίας πρὶν τὰ μέσα του 20ου αἰώνα ἀντιπροσώπευε μία προσπάθεια ἀπομάκρυνσης τοῦ στίγματος τῆς ἀνηθικότητας, καὶ ἐπανένταξης τῶν ὁμοφυλοφίλων στὴν κοινωνία, μέσω θεραπείας. Ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 1980, ἡ ὁμοφυλοφιλία σταδιακὰ ‘ἀποιατρικοποιήθηκε’, καθὼς ὁ χαρακτηρισμός της ὡς ΄νόσου’ θεωρήθηκε ἀπὸ τὰ ὁμοφυλοφιλικὰ κινήματα ὡς νέο στίγμα. Ἡ διεθνὴς σύγχρονη προσπάθεια νομιμοποίησης τῆς ὁμοφυλοφιλίας ὡς φυσιολογικῆς πρακτικῆς δὲν βασίζεται σὲ ἐπιστημονικὰ ἰατρικὰ δεδομένα, ἀλλὰ σὲ «φιλοσοφικὰ-κοινωνικὰ» δεδομένα καὶ ἰσχυρὲς πολιτικὲς πιέσεις.
Τὰ ἀποτελέσματα τῆς θεώρησης τῆς ὁμοφυλοφιλίας ὡς φυσιολογικῆς καὶ ἰσότιμης συμπεριφορᾶς καὶ ἡ νομοθέτηση πρακτικῶν ὅπως ὁ «γάμος» μεταξὺ ὁμοφυλοφίλων καὶ ἡ δυνατότητα υἱοθέτησης παιδιῶν  μπορεῖ νὰ ἔχουν σοβαρὲς συνέπειες στὴν δομὴ τῆς κοινωνίας καὶ στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις.

ΦΥΛΟ
Τὸ φύλο τοῦ κάθε ἀτόμου καθορίζεται ἀπὸ τὰ χρωματοσώματα τοῦ φύλου (Χ καὶ Ὑ), ποὺ εἶναι δύο ἀπὸ τὰ 46 χρωματοσώματα τοῦ ἀνθρωπίνου γενετικοῦ ὑλικοῦ. Ὁ τύπος 46ΧΥ καθορίζει τὸ ἀρσενικὸ φύλο καὶ ὁ τύπος 46ΧΧ τὸ θηλυκό. Σὲ φυσιολογικὲς καταστάσεις, ἡ μορφὴ καὶ ἡ λειτουργία τῶν γεννητικῶν ὀργάνων καὶ ἀδένων (πρωτογενῆ χαρακτηριστικά του φύλου) εἶναι ἀντίστοιχα μὲ τὸ φύλο ποὺ καθορίζεται ἀπὸ τὰ χρωματοσώματα. Τὰ δευτερογενῆ χαρακτηριστικά του φύλου (στῆθος, κατανομὴ τριχοφυίας κλπ) ἐμφανίζονται στὴν ἐφηβεία καὶ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δράσης τῶν ὁρμονῶν τῶν ὥριμων γεννητικῶν ἀδένων. Ἡ λειτουργία τῶν γεννητικῶν ἀδένων καὶ στὰ δύο φύλα ρυθμίζεται ἀπὸ τὶς γεννητικὲς ὁρμόνες τῆς ὑπόφυσης (γοναδοτροπίνες), ποὺ ρυθμίζονται καὶ αὐτὲς ἀπὸ ἀνώτερα ἐγκεφαλικὰ κέντρα καὶ τὸν ὑποθάλαμο. Τὰ δύο φύλλα διαφέρουν στὸν τρόπο ἔκκρισης τῶν γοναδοτροπινῶν: στοὺς ἄνδρες ἐκκρίνονται μὲ συνεχῆ καὶ σταθερὸ τρόπο, ἐνῶ στὶς γυναῖκες μὲ κυκλικὸ τρόπο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐμφάνιση τοῦ γυναικείου ἀναπαραγωγικοῦ κύκλου.(1)
Ὁ χρόνος ἔναρξης τῶν ἀλλαγῶν τῆς ἐφηβείας καὶ ὁ ρυθμὸς μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὲς πραγματοποιοῦνται, διαφέρει μεταξύ των ἀτόμων καὶ ἐπηρεάζεται ἀπὸ παράγοντες ὅπως τὴν κληρονομικότητα, τὴν διατροφή, ἢ τὸν τόπο διαμονῆς. Οἱ σωματικὲς ἀλλαγὲς συνήθως ξεκινοῦν μετὰ τὴν ἡλικία τῶν 10 ἐτῶν καὶ ἡ σωματικὴ ἀνάπτυξη ὁλοκληρώνεται περίπου στὴν ἡλικία τῶν 17-18 ἐτῶν.  Οἱ ψυχικὲς καὶ νοητικὲς ἀλλαγὲς ἀρχίζουν λίγο ἀργότερα. Τὴν ἴδια περίοδο ἀρχίζει σταδιακὰ νὰ ἀναπτύσσεται τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ ρομαντικὲς καὶ ἐρωτικὲς σχέσεις μὲ τὸ ἄλλο φύλο.
Ὅπως σὲ κάθε ἄλλο σύστημα τοῦ ὀργανισμοῦ, ἔτσι καὶ στὸ γεννητικὸ-ἀναπαραγωγικὸ σύστημα μπορεῖ νὰ ὑπάρξουν παθολογικὲς καταστάσεις καὶ δυσλειτουργίες, ποὺ ἐπηρεάζουν τὰ πρωτογενῆ καὶ δευτερογενῆ χαρακτηριστικά του φύλου καὶ τὴν ἀναπαραγωγικὴ ἱκανότητα. Ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ ἔρευνα δὲν ἔχει προκύψει καμία σύνδεση μεταξὺ τέτοιων παθολογικῶν καταστάσεων καὶ τῆς ἀνάπτυξης ὁμοφυλοφιλίας. (2,3)

ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΦΥΛΟΥ
Τὰ ψυχολογικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ οἱ συμπεριφορὲς ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ φύλο, περιγράφονται σὰν τρεῖς  ξεχωριστὲς κατηγορίες, ἂν καὶ  στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι ἀνεξάρτητες, ἀλλὰ ἄμεσα ἀλληλεπιδροῦν καὶ ἐπηρεάζει ἡ μία τὴν ἄλλη. Οἱ ὄροι ποὺ χρησιμοποιοῦνται γιὰ τὶς  κατηγορίες αὐτὲς εἶναι: ταυτότητα φύλου, ρόλος τοῦ φύλου καὶ σεξουαλικὸς προσανατολισμός.
Ταυτότητα φύλου: Ὁ ὅρος ταυτότητα φύλου ἀναφέρεται στὴν ἀναγνώριση τοῦ ἐαυτοῦ  σὰν ἄντρα ἢ γυναίκα. Ἐγκαθίσταται νωρὶς κατὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία (2Ο -3Ο χρόνο τῆς ζωῆς), ὁπότε τὸ παιδὶ ἀποκτᾶ τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνει σαφῶς τοὺς ἄντρες ἀπὸ τὶς γυναῖκες, νὰ ἀντιλαμβάνεται σωστά το δικό του φύλο καὶ νὰ ἀναγνωρίζει ὅτι ὅταν μεγαλώσει τὸ ἀγόρι θὰ γίνει ἄντρας καὶ τὸ κορίτσι γυναίκα.
Ἡ ταυτότητα φύλου δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὴν παρουσία ὁρμονῶν πρὶν ἢ μετὰ τὴν γέννηση. Ἐπὶ πλέον φαίνεται ὅτι δὲν καθορίζεται ἀπὸ τὸ βιολογικὸ φύλο τοῦ ἀτόμου, ἀλλὰ ἐξαρτᾶται σημαντικὰ ἀπὸ διαδικασίες μάθησης καὶ ἐκπαίδευσης.(2,3,4) Ἡ σημασία τῆς ἀνατροφῆς σὰν ἀγόρι ἢ σὰν κορίτσι στὴν διαμόρφωση τῆς ταυτότητας φύλου εἶναι φανερὴ σὲ ὁρισμένες παθολογικὲς καταστάσεις ἑρμαφροδιτισμοῦ (παράλληλη παρουσία καὶ θηλυκῶν καὶ ἀρσενικῶν γεννητικῶν ἀδένων καὶ ὀργάνων) ἢ ψευδοερμαφροδιτισμοῦ (παράλληλη παρουσία θυληκῶν καὶ ἀρσενικῶν γεννητικῶν ὀργάνων μὲ φυσιολογικοὺς ὅμως γεννητικοὺς ἀδένες), ὅπου το παιδὶ ἀναπτύσσει θηλυκότητα ἢ ἀρρενωπότητα, ἀνάλογα μὲ τὸν τρόπο ποὺ οἱ γονεῖς τὸ μεγαλώνουν.
Ρόλος φύλου: Ἀναφέρεται στὶς διαφορετικὲς  συμπεριφορὲς καὶ χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, ποὺ ἔχουν οἱ ἄνδρες καὶ οἱ γυναῖκες καὶ ποὺ εἶναι κοινωνικὰ ἀποδεκτὲς ὡς θηλυκότητα ἢ ἀνδρισμός.
Σεξουαλικὸς προσανατολισμός: Καθορίζεται ἀπὸ τὴν σεξουαλικὴ ἀπάντηση τοῦ ἀτόμου σὲ διάφορα  ἐρεθίσματα, καὶ κυρίως ἀπὸ τὸ φύλο ποὺ προκαλεῖ σωματικὴ ἐρωτικὴ ἕλξη.

ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΦΥΛΟΥ
Ἡ διαταραχὴ ταυτότητας φύλου ξεκινᾶ νωρὶς στὴν παιδικὴ ἡλικία (2-4 ἔτη) καὶ χαρακτηρίζεται ἀπὸ δυσφορία τοῦ παιδιοῦ ὡς πρὸς τὸ βιολογικό του φύλο, ἐπιθυμία νὰ ἀνήκει στὸ ἀντίθετο φύλο καὶ συμπεριφορὲς ποὺ χαρακτηρίζουν τὸ ἀντίθετο φύλο, ὅπως: σταθερὴ προτίμηση γιὰ παιγνίδια τοῦ ἀντίθετου φίλου, γιὰ ροῦχα, τρόπο συμπεριφορᾶς καὶ ὁμιλίας τοῦ ἀντίθετου φύλου, γιὰ φιλίες μὲ συνομηλίκους του ἀντίθετου φύλου, καὶ ἀποστροφὴ γιὰ τὸ φύλο ποὺ ἀνήκει καὶ τὴν ἀνατομία του. Τὰ συμπτώματα πρέπει νὰ εἶναι ἀρκετὰ σοβαρά, καὶ νὰ ἐπηρεάζουν ἀρνητικὰ τὴν λειτουργικότητα τοῦ παιδιοῦ. (5,6)
Δὲν εἶναι γνωστὴ ἡ συχνότητα τῆς διαταραχῆς, καθὼς δὲν ἔχει μελετηθεῖ μὲ ἐπιδημιολογικὲς μεθόδους. Φαίνεται πάντως ὅτι εἶναι ἀρκετὰ σπάνια. Δὲν ὑπάρχουν ἐργαστηριακὲς ἐξετάσεις-βιολογικοὶ δεῖκτες γιὰ τὴν διάγνωση τῆς διαταραχῆς ταυτότητας φύλου.  Ὑπάρχουν ἐρωτηματολόγια ποὺ ἐκτιμοῦν τὴν συμπεριφορὰ φύλου στὰ παιδιά, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ ἀντικαταστήσουν τὴν κλινικὴ ἐξέταση  ἀπὸ εἰδικό.
Ὅπως ἀναφέραμε προηγουμένως, ἡ διαταραχὴ ταυτότητας τοῦ φύλου δὲν σχετίζεται μὲ ὁρμονικοὺς παράγοντες.(2,3,4) Οἱ ὁρμόνες μπορεῖ νὰ ἐπηρεάσουν τὴν ποιότητα τοῦ παιγνιδιοῦ τοῦ παιδιοῦ (πχ  πιὸ ‘ἐπιθετικὸ’ παιγνίδι στὰ κορίτσια ἢ πιὸ ‘μαζεμένο’ στὰ ἀγόρια), χωρὶς αὐτὸ νὰ ἐπηρεάζει τὸ αἴσθημα ‘θηλυκότητας’ ἢ ἀρρενωπότητας’ σύμφωνα μὲ τὸ φύλο. Ὁ πιὸ σημαντικὸς παράγοντας στὴν ἐμφάνιση συμπεριφορῶν ἀντίθετου φύλου  εἶναι ἡ ἐνθάρρυνσή τους ἀπὸ τὸ περιβάλλον.
Σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις προβλήματα σχετικὰ μὲ τὴν ταυτότητα φύλου παρατηροῦνται σὲ παιδιὰ μὲ Διάχυτες Ἀναπτυξιακὲς  Διαταραχὲς (αὐτιστικοῦ τύπου διαταραχές).
Ἡ διαταραχὴ ταυτότητας φύλου κατὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπιστεῖ θεραπευτικὰ (5,6) μὲ καλὰ ἀποτελέσματα. Σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις ὑποχωρεῖ μόνη της. Ἐφ’ ὅσον ἐπιμείνει στὴν ἐφηβεία, τὰ ἀποτελέσματα εἶναι πολὺ φτωχότερα καὶ  συνήθως ἐμφανίζεται ὁμοφυλοφιλικὴ συμπεριφορὰ ἢ καὶ ἐπιθυμία ἀλλαγῆς τοῦ σώματος μὲ χρήση ὁρμονῶν  ἢ χειρουργικῶν ἐπεμβάσεων ἀλλαγῆς φύλου. Ἡ ὀρθότητα τέτοιου τύπου ἐπεμβάσεων εἶναι θέμα συζήτησης καθώς, ἀφ’ ἑνός το ἄτομο ποὺ τὴν ἐπιλέγει θὰ πρέπει νὰ εἶναι ψυχικὰ ὑγιὲς (καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι συχνὸ σὲ ἐφήβους μὲ διαταραχὴ ταυτότητας φύλου), ἀφ’ ἑτέρου τὰ ἀποτελέσματα χειρουργικῆς ἀλλαγῆς φύλου εἶναι μὴ ἀναστρέψιμα. (6)
Ἀπὸ τὴν πλευρά τους, οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς ὁμοφυλοφιλίας θεωροῦν ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ προτείνεται θεραπεία τῆς διαταραχῆς ταυτότητας φύλου διότι ‘ἡ ὁμοφυλοφιλία δὲν ἀποτελεῖ ἀρνητικὴ κατάληξη’, ἀναφέρουν ἐπίσης χωρὶς καμία τεκμηρίωση  ὅτι ἡ θεραπεία ‘εἶναι βλαβερὴ σὲ ὁμοφυλόφιλα παιδιὰ’  καὶ τέλος, καταγγέλλουν (χωρὶς αὐτὸ νὰ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ καμία πηγή), ὅτι ἔφηβοι  ὑποχρεώθηκαν νὰ κάνουν θεραπεία παρὰ τὴν θέλησή τους.  (6) Ἀντιθέτως, πρόσφατα κρίθηκε ἔνοχος γιὰ ἀντιεπαγγελματικὴ συμπεριφορά, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐξέχοντες εἰδικοὺς στὴν «Διαταραχὴ ταυτότητας φύλου»,  o Russel Reid. O Reid πίεζε ἀσθενεῖς μὲ προβλήματα ταυτότητας φύλου νὰ προχωρήσουν σὲ ἐπεμβάσεις ἀλλαγῆς φύλου, κάνοντας ὅμως λάθος διάγνωση, ἢ παραβλέποντας σημαντικὲς παραμέτρους τοῦ προβλήματος τῶν ἀσθενῶν  (BMJ 2007;334:1134)

ΟΜΟΦΥΛΟΦΥΛΙΑ
Μὲ τὸν ὄρο Ὁμοφυλοφιλία ἀναφερόμαστε  στὴν ἐρωτικὴ ἕλξη καὶ πρακτικές, ποὺ ἀπευθύνονται συνειδητὰ καὶ ἀποκλειστικὰ σὲ ἄτομα τοῦ ἴδιου φύλου. Ὁμοφυλοφιλικὴ συμπεριφορὰ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει παράλληλα μὲ ἐρωτικὴ ἕλξη καὶ πρακτικὲς πρὸς τὸ ἀντίθετο φύλλο, ἢ  οἱ δύο μορφὲς ἐρωτικῆς συμπεριφορᾶς νὰ ἐναλλάσσονται κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ ἀτόμου (ἀμφισεξουαλικὴ συμπεριφορά).
Ὁ ὅρος ὁμοφυλοφιλία ἐπινοήθηκε ἀπὸ τὸν Οὖγγρο ἰατρὸ Benkert ( ὑπὸ τὸ ψευδώνυμο Kerteny) καὶ ἀντικατέστησε  τοὺς μέχρι τότε χαρακτηρισμοὺς ποὺ εὐθέως παρέπεμπαν στὴν  σεξουαλικὴ ἀσυδοσία, ἀσέλγεια, ἀκολασία, λαγνεία, αἰσχρότητα, ἀνωμαλία, διαστροφή. Στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἕως πρόσφατα χρησιμοποιοῦντο οἱ ὁρισμοὶ κίναιδος καὶ ἀρσενοκοίτης. (7)
Ἡ ὁμοφυλοφιλία  συμπεριλήφθηκε ὡς ψυχιατρικὴ διαταραχὴ  (κοινωνιοπαθητικὴ διαταραχὴ προσωπικότητας) στὴν πρώτη ἔκδοση τοῦ Διαγνωστικοῦ καὶ Στατιστικοῦ Ἐγχειριδίου τῶν Ψυχιατρικῶν Διαταραχῶν (DSM-I) τῆς Ἀμερικανικῆς Ψυχιατρικῆς Ἑταιρείας, τὸ 1952. Στὴν δεύτερη ἔκδοση (DSM-II)  τὸ 1968, ἡ ὁμοφυλοφιλία  συμπεριλήφθηκε στὶς σεξουαλικὲς ἀποκλίσεις (ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποκαταστήσουν τὴν φυσιολογικὴ συμπεριφορά). Τὸ 1973, μετὰ ἀπὸ μεγάλες πιέσεις ἀπὸ τὸ κίνημα τῶν ὁμοφυλοφίλων, ἀποφασίστηκε μὲ ψηφοφορία στὴν Ἀμερικανικὴ Ψυχιατρικὴ Ἑταιρεία καὶ 58% πλειοψηφία (περίπου 10.000 ψῆφοι) νὰ μὴν θεωρεῖται πλέον ἡ ὁμοφυλοφιλία  ψυχιατρικὴ διαταραχή. Ἔτσι, ἡ τρίτη ἔκδοση τοῦ Διαγνωστικοῦ καὶ Στατιστικοῦ ἐγχειριδίου τῶν Ψυχιατρικῶν Διαταραχῶν (DSM-III) τὸ 1980 περιελάμβανε μόνο τὸν ὄρο «ἐγὼ-δυστονικὴ» ὁμοφυλοφιλία, στὴν γενικὴ κατηγορία τῶν ‘ψυχοσεξουαλικῶν διαταραχῶν΄’, ἐννοώντας ὅτι ἐφ’ ὅσον τὸ ἄτομο δὲν ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὴν ὁμοφυλοφιλία του, δὲν συνιστᾶ αὐτὴ ψυχιατρικὴ διαταραχή. Στὴν ἑπόμενη ἀναθεωρημένη ἔκδοση (DSM-III-R) τo 1987 καὶ ὁ ὅρος «ἐγὼ-δυστονικὴ ὁμοφυλοφιλία» παύει νὰ ὑφίσταται. Γίνεται μόνο μία ἀναφορὰ σὲ «σημαντικὴ καὶ ἐπίμονη δυσφορία ὡς πρὸς τὸν σεξουαλικὸ προσανατολισμό». To 1992 ἡ κατηγορία  «ὁμοφυλοφιλία» ἀφαιρεῖται καὶ ἀπὸ τὴν Διεθνῆ Ταξινόμηση τῶν Ἀσθενειῶν (ICD-10),τοῦ Παγκόσμιου Ὀργανισμοῦ Ὑγείας (WHO) (8). Τὸ 1997 ἡ Ἀμερικανικὴ Ψυχολογικὴ Ἑταιρεία ὑποστήριξε τὸ δικαίωμα τῶν ὁμόφυλων γάμων (ποὺ ὅμως δὲν ἔχουν νομοθετηθεῖ μέχρι σήμερα). Τὸ 1998 καὶ τὸ 2000, ἡ Ἀμερικανικὴ Ψυχιατρικὴ Ἑταιρεία, μετὰ ἀπὸ πρόταση τῶν ὁμοφυλοφίλων καὶ ἀμφισεξουαλικῶν ψυχιάτρων τῆς ἑταιρείας, δημοσίευσε τὴν ἀντίθεσή της σὲ θεραπεῖες ποὺ ἔχουν στόχο νὰ ἀλλάξουν τὶς σεξουαλικὲς προτιμήσεις τῶν ὁμοφυλοφίλων, ἀποδεχόμενη ὅμως ὅτι σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις  αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο. (9) Ὁρισμένοι ψυχίατροι φθάνουν στὸ σημεῖο ν’ ἀρνοῦνται τὴν θεραπεία  ἀκόμη καὶ ὅταν τοὺς ζητεῖται (10). Ἀντίθετα, μεγάλη μερίδα ψυχιάτρων θεωρεῖ τὴν ἄρνηση  αὐτὴ ἀνήθικη καὶ ἀντιδεοντολογικὴ(8).
Πρόσφατη ἔκδοση (10)  τοῦ γνωστοῦ βιβλίου Ψυχιατρικῆς των Kaplan &Sadock, ἀφιερώνει διπλάσιο χῶρο ἀπὸ προηγούμενες ἐκδόσεις  στὴν ὁμοφυλοφιλία (παρὰ τὸ ὅτι δὲν κατατάσσεται πλέον στὶς ψυχιατρικὲς διαταραχές), ἀναπτύσσοντας τὴν ἄποψη περὶ ‘φυσιολογικότητας’ τῆς ὁμοφυλοφιλίας. Χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει: «οἱ περισσότερες θεωρίες κατὰ τὸ πρῶτο μισό του 20ου αἰώνα ἀντιμετώπισαν τὴν ὁμοφυλοφιλία σὰν μία μορφὴ ψυχοπαθολογίας, ἢ ἕνα σταμάτημα τῆς ἀνάπτυξης. Κατὰ τὸ δεύτερο μισό, θεωρίες ἔξω ἀπὸ τὴν Ἰατρικὴ καὶ τὴν Ψυχιατρική, διαμόρφωσαν τὴν ‘μοντέρνα’ ἄποψη περὶ τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ὡς φυσιολογικῆς παραλλαγῆς τῆς σεξουαλικότητας». Ἡ ἄποψη αὐτὴ βασίστηκε σὲ ‘φιλοσοφικά, κοινωνιολογικὰ καὶ πολιτικὰ δεδομένα. Ὑποστηρίχτηκε ἀπὸ τὰ κινήματα γιὰ τὰ δικαιώματα τῶν ὁμοφυλοφίλων  μέσα σὲ ἕνα κλίμα ἔντονης συναισθηματικῆς φόρτισης. Οἱ πολιτικὲς καὶ ἠθικὲς διαμάχες γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτὸ ἔφθασαν σὲ ἄκρα, ἐμποδίζοντας καὶ συσκοτίζοντας κάθε προσπάθεια ἀντικειμενικῆς ἐπιστημονικῆς διερεύνησης. Ἀπὸ τὴν μία πλευρά, οἱ ὁμοφυλόφιλοι συχνὰ ἀντιμετωπίστηκαν σὰν πολίτες  δεύτερης κατηγορίας, ποὺ ἄξιζαν τὸ μίσος, τὴν ἀπομόνωση καὶ τὴν περιφρόνηση. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς ὁμοφυλοφιλίας θεωροῦν τοὺς ἑαυτοὺς τοὺς σύγχρονους διαφωτιστὲς καὶ ἀποκλειστικοὺς ἐκπροσώπους τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καὶ χαρακτηρίζουν κάθε ἕνα μὲ διαφορετικὴ ἄποψη ὡς καταπιεστῆ, καταπατητὴ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ὀπισθοδρομικό,  ‘ὁμοφοβικό’. Στὸ βιβλίο ποὺ προαναφέραμε συνιστᾶται στοὺς γιατροὺς νὰ μὴν δείχνουν μὲ κανένα τρόπο ὅτι θεωροῦν φυσιολογικὲς τὶς σχέσεις μόνο μεταξὺ ἀνδρῶν-γυναικών, νὰ ἐπιβεβαιώνουν τὶς σεξουαλικὲς προτιμήσεις τῶν ἀσθενῶν τους, καθὼς ἐπίσης, νὰ ἔχουν στὴν αἴθουσα ἀναμονῆς περιοδικὰ φιλικὰ πρὸς τὴν ὁμοφυλοφιλία!
Ἀκόμα χειρότερα, στὸ ἴδιο βιβλίο προτείνεται ἡ χορήγηση φαρμάκων ποὺ βοηθοῦν τὴν στύση σὲ ὁμοφυλοφίλους ποὺ πάσχουν ἀπὸ AIDS, «ἐπειδὴ παρουσιάζουν μείωση στὴν σεξουαλικὴ λειτουργία καθὼς ἡ νόσος ἐξελίσσεται»! Εἶναι ὅμως γνωστὸ ὅτι ἰδίως σὲ τελικὰ (ὅπως καὶ σὲ ἀρχικὰ) στάδια ἡ νόσος εἶναι ἐξαιρετικὰ μεταδοτική, καὶ πρόσφατη ἔρευνα ἔδειξε ὅτι ἡ χορήγηση τέτοιων φαρμάκων (μὲ συνέπεια σεξουαλικὴ δραστηριότητα) συνδέεται μὲ αὐξημένη μετάδοση τῆς νόσου (11,12). Εἶναι ἀπαράδεκτο καὶ ἀντιδεοντολογικὸ νὰ σύρεται ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη  πίσω ἀπὸ  ἄλλες σκοπιμότητες καὶ ἀντὶ νὰ ὠφελεῖ, νὰ βλάπτει.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
Ἡ αἰτία τῆς ὁμοφυλοφιλίας δὲν εἶναι σαφὴς. Κατὰ καιροὺς διατυπώνονται διάφορες θεωρίες ὡς πρὸς τὴν αἰτιολογία, ποὺ συχνὰ καταρρίπτονται λίγα χρόνια ἀργότερα. Σύγχρονες ἔρευνες ἀφοροῦν στὴν ἐπίδραση βλαπτικῶν παραγόντων κατὰ τὴν κύηση, γενετικοὺς μηχανισμούς, μελέτες τῆς ἀνατομίας καὶ φυσιολογίας τοῦ ἐγκεφάλου, μελέτες σὲ θηλαστικὰ ζῶα καὶ στοὺς μηχανισμοὺς ἐκμάθησης τῆς συμπεριφορᾶς. Τὰ ἀποτελέσματα εἶναι ἀντικρουόμενα ἢ τὰ εὐρήματα μίας μελέτης δὲν ἔχουν ἐπιβεβαιωθεῖ ἀπὸ ἑπόμενες μελέτες.
Ἡ διαταραχὴ ταυτότητας φύλου κατὰ τὴν παιδικὴ-ἐφηβικὴ ἡλικία συνήθως καταλήγει στὴν ὁμοφυλοφιλία, δὲν παρουσιάζουν ὅμως ὅλοι οἱ ὁμοφυλόφιλοι αὐτὴ τὴν  διαταραχή. Ἡ υἱοθέτηση καὶ παρουσίαση ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ ἄλλους ἐνηλίκους σαφῶν μηνυμάτων καὶ προτύπων ὡς πρὸς τοὺς διαφορετικοὺς ρόλους τῶν δύο φύλων, ἐνισχύει τὸν ἑτερόφυλο προσανατολισμό.
Ὅσον ἀφορᾶ στὶς βιολογικὲς αἰτίες ἀνάπτυξης ὁμοφυλοφιλίας, ἔχουν διατυπωθεῖ τρεῖς ὑποθετικὲς θεωρίες: 1) Ἡ ὕπαρξη ἑνὸς βιολογικοῦ παράγοντα, ποὺ προκαλεῖ ἐρωτικὴ ἕλξη πρὸς τὸ ἴδιο φύλο 2) Ἡ ὕπαρξη ἑνὸς βιολογικοῦ παράγοντα ποὺ ἐπηρεάζει τὴν ἰδιοσυγκρασία τοῦ ἀτόμου ὥστε νὰ παρουσιάζει συμπεριφορὲς ποὺ χαρακτηρίζουν κυρίως τὸ ἄλλο φύλο. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἔχει σὰν ἀποτέλεσμα τὴν στροφὴ τοῦ ἀτόμου σὲ ὁμοφυλοφυλικὲς σχέσεις, λόγω πίεσης ἀπὸ τὸ περβάλλον 3) Ἡ ὕπαρξη μιᾶς βιολογικὰ καθορισμένης χρονικῆς περιόδου κατὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ παιδιοῦ, ὅπου οἱ ἐξωτερικὲς ἐμπειρίες παίζουν καθοριστικὸ ρόλο στὸν σεξουαλικὸ προσανατολισμό. Ὁρισμένοι παρουσιάζουν ἀστήρικτα τὴν ὁμοφυλοφιλία σὰν μία φυσιολογικὴ παραλλαγὴ τοῦ σεξουαλικοῦ ἐνστίκτου, κάτι ἐξ’ ἴσου  ἁπλὸ μὲ τὴν  ἀριστεροχειρία, (ἡ θεωρία τῆς αὐξημένης συχνότητας ἀριστεροχειρίας δὲν ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὶς ἔρευνες)(10,36).
Γεγονὸς εἶναι ὅτι μέχρι στιγμῆς δὲν ἔχει ἐντοπιστεῖ κάποιος βιολογικὸς παράγοντας (ὁρμονικός, ἀνατομικός, χημικός, γεννητικὸς) ποὺ νὰ προκαλεῖ ἄμεσα ἢ ἔμμεσα τὴν ὁμοφυλοφιλία. (3,13)
Ἡ ἐρωτικὴ ἕλξη πρὸς τὸ ἴδιον φύλο συνήθως ξεκινᾶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν θέληση τοῦ ἀτόμου. Οἱ ὁμοφυλόφιλες προτιμήσεις συνειδητοποιοῦνται σταδιακὰ κατὰ τὴν ἐφηβεία καὶ προκαλοῦν ἀναστάτωση στὸ ἄτομο, ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἀποφύγει τὴν ἔκθεση καὶ τὴν κοινωνικὴ ἀπόρριψη, ἢ καὶ νὰ στραφεῖ πρὸς τὸ ἄλλο φύλο. Ἡ ὁμοφυλοφιλία παγιώνεται ὡς σταθερὴ ἐπιλογὴ συνήθως μετὰ τὸ τέλος τῆς ἐφηβείας. Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ‘ὁμοφυλόφιλες΄ κινήσεις κατὰ τὴν ἐφηβεία θὰ πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζονται μὲ  σύνεση. Ἡ ἐφηβεία εἶναι μία περίοδος τῆς ζωῆς ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἔντονες σωματικὲς ἀλλαγὲς καὶ ψυχολογικὲς μεταβάσεις, ὅπου εὔκολα οἱ ἀνάγκες γιὰ ταυτίσεις, συντροφικότητα καὶ συναισθηματικὴ ἐπαφὴ μπορεῖ νὰ ἐπενδυθοῦν μὲ ἐρωτικὰ συναισθήματα, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ὁ/ἡ ἔφηβος ἔχει ὁμοφυλοφιλικὲς τάσεις. ‘Ομοφυλοφυλικοί’ πειραματισμοὶ κατὰ τὴν ἐφηβεία μπορεῖ νὰ συμβοῦν σὰν ἀποτέλεσμα μίμησης, ἢ συμμετοχῆς στὴν κουλτούρα τῆς ὁμάδας συνομηλίκων. Οἱ νέοι δέχονται πολλὰ μηνύματα ἀπὸ τὸν ἡδονιστικὸ τρόπο ὕπαρξης τῆς σύγχρονης κοινωνίας, ποὺ τοὺς ἐξοικειώνει καὶ τοὺς προτρέπει νὰ δοκιμάσουν τὰ πάντα καὶ ποὺ παρουσιάζει τὴν ὁμοφυλοφιλία σὰν μιὰ ἰσότιμη καὶ φυσιολογικὴ μορφὴ σεξουαλικότητας.
Οἱ θεωρίες τῆς ψυχολογίας τοῦ βάθους ἑρμηνεύουν τὴν ὁμοφυλοφιλία σὰν ‘σταμάτημα’ τῆς φυσιολογικῆς ἀνάπτυξης σ’ ἕνα ἀνώριμο στάδιο καὶ ἕναν ‘συμβιβασμὸ’ πρὸς τὰ ἀναπτυξιακὰ διλήμματα ποὺ ἀντιμετωπίζει τὸ παιδὶ καὶ ἀφοροῦν στὴν οἰκειότητα, στὴν ἀσφάλεια, στὴν ἀνεξαρτησία, στὴν ἕλξη γιὰ τὸ ἄλλο φύλο καὶ στὴν ταύτιση μὲ τὸν γονέα τοῦ ἴδιου φύλου. Τὸ ‘σταμάτημα’ αὐτὸ ἀποδίδεται  σὲ διαταραγμένες σχέσεις μέσα στὴν οἰκογένεια. Ἔχει πχ  ἐνοχοποιηθεῖ ἡ στενὴ σχέση μὲ μία ὑπερβολικὰ κτητικὴ μητέρα, ποὺ δὲν ἀφήνει τὸ ἀγόρι νὰ ἀναπτύξει τὴν ἀρρενωπότητά του ( ἢ μία ἀντίστοιχα πολὺ στενὴ σχέση μὲ τὸν πατέρα στὰ κορίτσια), ἢ ἕνας ἀπόμακρος καὶ ἀπορριπτικὸς πατέρας. Ο S Rado καὶ στὴ συνέχεια ἡ ψυχαναλυτικὴ σκέψη, θεώρησαν τὴν ὁμοφυλία ὡς φοβικὴ ἀποφυγὴ τοῦ ἄλλου φύλου, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ θεραπευτεῖ.
Ὁμοφυλοφιλικὴ συμπεριφορὰ μπορεῖ νὰ παρατηρηθεῖ  σὲ καταστάσεις μὲ μακροχρόνια ἔλλειψη τοῦ ἀντίθετου φύλου.
Ἐμμονὲς ὡς πρὸς τὴν ὁμοφυλοφιλικὴ σεξουαλικὴ ἕλξη παρατηροῦνται συχνὰ σὲ ἐφήβους καὶ νεαροὺς ἐνηλίκους μὲ Ἰδεοψυχαναγκαστικὴ Διαταραχὴ καὶ δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ πραγματικὲς ὁμοφυλοφιλικὲς τάσεις. Ἐὰν δὲν γίνει σωστὴ διάγνωση μπορεῖ τὸ ἄτομο, κουρασμένο ἀπὸ τὴν συνεχῆ παρουσία τῶν Ἐμμονῶν, ἢ ὑπὸ τὴν παρότρυνση ‘εἰδικῶν’ καὶ μή, νὰ προχωρήσει σὲ πράξεις ποὺ θὰ τοῦ δημιουργήσουν πολὺ σοβαρὰ προβλήματα.
Τέλος μία πολὺ σοβαρὴ παράμετρος στὴν διαμόρφωση τῆς σεξουαλικῆς ταυτότητας, εἶναι ἡ σεξουαλικὴ κακοποίηση κατὰ τὴν παιδικὴ καὶ ἐφηβικὴ ἡλικία. Σὲ πρόσφατη ἔρευνα σὲ ἄντρες γιὰ τὴν παρουσία σεξουαλικῆς κακοποίησης στὴν παιδικὴ ἡλικία, βρέθηκε ὅτι οἱ ὁμοφυλόφιλοι/ἀμφισεξουαλικοὶ ἄνδρες εἶχαν στατιστικὰ σημαντικὰ ὑψηλότερα ποσοστὰ σεξουαλικῆς κακοποίησης σὲ σύγκριση μὲ τοὺς μὴ ὁμοφυλόφιλους (34). Στὴν ἴδια ἔρευνα βρέθηκε ὅτι τὸ 35% τῶν σεξουαλικὰ κακοποιημένων ἀνδρῶν δὲν θεωροῦσαν ὅτι ἔχουν ὑποστεῖ σεξουαλικὴ κακοποίηση !
Οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς ὁμοφυλοφιλίας ἀντιτίθενται στοὺς κοινωνικοὺς θεσμοὺς ποὺ  θεωροῦν τὴν ὁμοφυλοφιλία ὡς μὴ φυσιολογική. Ἀποκαλοῦν «ἐτεροσεξιστὲς» καὶ φοβικοὺς  ὅσους θεωροῦν φυσιολογικὴ καὶ δεδομένη τὴν ἕλξη μεταξὺ ἀρσενικοῦ-θηλυκοῦ φύλου! Ἐπίσης ἀναφέρονται στὴν παρουσία ὁμοφυλοφιλικῶν συμπεριφορῶν στὰ ζῶα καὶ στὴν «διαχρονικὴ» παρουσία ὁμοφυλοφιλικῶν συμπεριφορῶν στὴν ἀνθρώπινη κοινωνία καὶ παραθέτουν ὡς «ἐπιστημονικὴ» ἐπιβεβαίωση, δῆθεν διαφορὲς στὶς ὁρμόνες ἢ τὴν παρουσία «γονιδίου» τῆς ὁμοφυλοφιλίας θέματα ποὺ θὰ ἐξετάσουμε ἀναλυτικότερα στὴν συνέχεια:

«Εἶναι θέμα ὁρμονῶν»
Στὰ κατώτερα θηλαστικὰ ἡ σεξουαλικὴ συμπεριφορὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ ὁρμονικοὺς παράγοντες ποὺ ἐπιδροῦν πρὶν ἢ καὶ μετὰ τὴν γέννηση. Ἡ ἐπίδραση αὐτὴ δὲν παρατηρεῖται στὸν ἄνθρωπο, ὅπου  ἡ διαμόρφωση τοῦ Νευρικοῦ Συστήματος ἀνάλογα μὲ τὸ φύλο  δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὴν λήψη ὁρμονῶν κατὰ τὴν κύηση καὶ ἡ ἐρωτικὴ συμπεριφορὰ δὲν καθορίζεται μὲ τρόπο- ρομπὸτ (σὰν νὰ ἀνοίγει καὶ νὰ κλείνει ἕνας διακόπτης) ἀπὸ τὶς γεννητικὲς ὁρμόνες.(1,2,3,4) Ἐξ’ ἄλλου, ἡ χορήγηση ἀνδρικῶν ἢ γυναικείων ὁρμονῶν μπορεῖ νὰ αὐξήσει ἢ νὰ μειώσει τὴν ἐρωτικὴ διάθεση, δὲν ἀλλάζει ὅμως τὴν κατεύθυνση τῆς ἐπιθυμίας ὡς πρὸς τὸ φύλο.

Ὑπάρχει γονίδιο ποὺ προκαλεῖ τὴν ὁμοφυλοφιλία
Αὐτὸ εἶναι ἀναληθές. Οἱ μέχρι σήμερα γενετικὲς μελέτες δὲν ἔχουν ἀποδείξει κάτι τέτοιο. Τὸ 1993 ὁ D Hamer δημοσίευσε μελέτη σὲ μία ἐπιλεγμένη ὁμάδα 40 ἀνδρῶν ὁμοφυλοφίλων, ποὺ παρουσίαζαν αὐξημένη συχνότητα ὁμοφυλοφιλίας σὲ ἄνδρες συγγενεῖς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας τοὺς (38). Ο Hamer ὑποστήριξε ὅτι ἐντόπισε μία περιοχὴ στὸ Χ χρωματόσωμα, ποὺ συνδέεται μὲ τὸν σεξουαλικὸ προσανατολισμό. Τὸ εὔρημα αὐτὸ δὲν ἐπαναλήφθηκε σὲ ἑπόμενες ἀνεξάρτητες ἔρευνες, ἀπαραίτητη προυπόθεση γιὰ τὴν ἀποδοχή του ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ κοινότητα, γεγονὸς ποὺ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Hamer ἀναφέρει (39,40). Δυστυχῶς τὰ Μέσα Μαζικῆς ἐνημέρωσης συνέχισαν νὰ μιλοῦν γιὰ τὸ «γονίδιο τῆς ὁμοφυλοφιλίας», ἢ “gay gene”, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν διάδοση λανθασμένων ἀντιλήψεων.

Διαφορὲς στὴν δομὴ τοῦ ἐγκεφάλου εὐθύνονται γιὰ τὴν ὁμοφυλοφιλικὴ συμπεριφορὰ
Μέχρι σήμερα, οὔτε ἀπεικονιστικὲς οὔτε ἀνατομικὲς μελέτες ἔχουν ἐπιβεβαιώσει τὴν ὕπαρξη «τρίτου φύλου».
Τὸ 1991, ὁ ἀνατόμος Simon Le Vay, δημοσίευσε στὸ περιοδικὸ Science ἔρευνα, στὴν ὁποία συνέκρινε ἐγκεφάλους ὁμοφυλοφίλων ἀνδρῶν ποῦ ἔπασχαν ἀπὸ AIDS, μὲ ἐγκεφάλους  ἀνδρῶν καὶ γυναικὼν (ποὺ δὲν ἔπασχαν ἀπὸ AIDS). Σύμφωνα μὲ τὴν ἔρευνα, ὁ ὑποθάλαμος τῶν ὁμοφυλοφίλων εἶχε διαφορὰ στὸ μέγεθος, τῆς τάξης τοῦ 1/10 τοῦ χιλιοστομέτρου. Βάσει αὐτοῦ του εὐρήματος, ὁ Le Vay ἰσχυρίστηκε ὅτι ἐντόπισε βιολογικὸ ὑπόστρωμα τῆς ὁμοφυλοφιλίας.
Οἱ ἰσχυρισμοί του δὲν ἔγιναν ἀποδεκτοὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ κοινότητα, γιὰ πολλοὺς λόγους : 1) Τὰ εὐρήματα δὲν ἐπιβεβαιώθηκαν, ἀπὸ ἔρευνες ἄλλων ἐπιστημόνων. 2) Ἡ σύγκριση μεταξὺ ἐγκεφάλων ὑγιῶν καὶ ἐγκεφάλων πασχόντων ἀπὸ AIDS,δὲν εἶναι ἐπιστημονικὰ ἀξιόπιστη. Ὁ ἰὸς τοῦ AIDS εἰσβάλει στὸν ἐγκέφαλο καὶ προκαλεῖ βλάβες, ποὺ μπορεῖ νὰ εὐθύνονται γιὰ τυχὸν διαφορὲς μεγεθῶν. 3) Τὸ μέγεθος τοῦ ἐγκεφάλου καὶ τῶν δομῶν τοῦ διαφέρει πολὺ ἀπὸ ἄτομο σὲ ἄτομο, ὥστε ἀποτελέσματα σύγκρισης μεγέθους δὲν εἶναι οὔτε ἀξιόπιστα οὔτε γενικεύσιμα, ἐκτὸς ἂν ἡ μελέτη ἔχει πολὺ καλὸ σχεδιασμὸ καὶ περιλαμβάνει πολὺ μεγάλο ἀριθμὸ ἀτόμων. 4) Ἡ μορφὴ καὶ ἡ λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου, διαμορφώνονται σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ περιβάλλοντος καὶ τῶν ἐμπειριῶν, μετὰ τὴν γέννηση. Ἡ ἱκανότητα αὐτὴ τοῦ ἐγκεφάλου νὰ διαμορφώνει τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀνάλογα μὲ τὶς ἐμπειρίες τῆς ζωῆς, ὀνομάζεται «πλαστικότητα». Περιοχὲς τοῦ ἐγκεφάλου ποὺ χρησιμοποιοῦνται περισσότερο, μεγεθύνονται, π.χ., οἱ βιολιστὲς ἔχουν ἀναπτυγμένη τὴν περιοχὴ τοῦ ἐγκεφάλου ποὺ ἐλέγχει τὸ ἀριστερὸ χέρι, οἱ ὁδηγοὶ Ταξὶ τὴν περιοχὴ τοῦ ἐγκεφάλου ποὺ ἐλέγχει τὸν χῶρο, κ.λ.π. Ἑπομένως, ἀκόμη καὶ ἂν ποτὲ ὑπάρξουν ἐπιστημονικὰ τεκμηριωμένες διαφορὲς στὰ μεγέθη τοῦ ἐγκεφάλου, ἕνας αἰτιολογικὸς παράγοντας θὰ ἦταν ἡ ἐμπειρία καὶ ἡ ἐκμάθηση.

«Ὑπάρχει καὶ στὰ ζῶα ὁμοφυλοφιλία, ἄρα εἶναι φυσικὸ νὰ ἐμφανίζεται καὶ στὸν ἄνθρωπο»
Σὲ ὁρισμένα εἴδη ζώων ἔχουν ἀναφερθεῖ ὁμοφυλοφιλικὲς συμπεριφορές. Δὲν εἶναι ἀκόμη γνωστὸς ὁ ρόλος αὐτῶν τῶν συμπεριφορῶν στὴν ὀργάνωση τῆς ζωῆς τῆς ἀγέλης, ἂν καὶ στὴν πλειοψηφία τῶν περιπτώσεων σχετίζονται μὲ ζητήματα  κυριαρχίας-ὑποταγῆς, σὲ νεαρὰ ἢ περιθωριοποιημένα ζῶα, καὶ σὲ περιπτώσεις οἴστρου μὲ μὴ διαθέσιμο ἄτομο τοῦ ἄλλου φύλου γιὰ ζευγάρωμα(8,14).  Οἱ ἐπιστήμονες θὰ πρέπει νὰ εἶναι πολὺ προσεκτικοί, ὅταν χρησιμοποιοῦν παραδείγματα ἀπὸ τὰ ζῶα, γιὰ νὰ μελετήσουν τὸ τί εἶναι ἀποδεκτὸ στὴν ἀνθρώπινη κοινωνία. Π.χ, κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ θεωρήσει ἀποδεκτὴ τὴν παιδοκτονία, ἐπειδὴ παρατηρεῖται στὸ ζωικὸ βασίλειο.

«Ὑπῆρχε πάντα στὴν ἀνθρώπινη κοινωνία»
Πολλὲς  καταστάσεις ὑπῆρχαν ἀπὸ παλιὰ στὴν ἀνθρωπότητα, χωρὶς ἡ μακροβιότητά τους νὰ ἀποτελεῖ  ἐπιχείρημα γιὰ τὴν φυσιολογικότητά τους, ὅπως παραδείγματος χάριν ἡ μυωπία, ὁ σακχαρώδης διαβήτης,  οἱ ἀντικοινωνικὲς συμπεριφορές, ἡ παιδεραστία.  Ὁμοφυλοφιλικὲς πρακτικὲς ἔχουν ἀναφερθεῖ ἀπὸ παλιὰ στὴν ἀνθρώπινη κοινωνία,  ὅμως ἡ ὁμοφυλοφιλία ποτὲ δὲν ἔγινε ἀποδεκτὴ ὡς ἰσότιμη καὶ φυσιολογικὴ πρακτικὴ στοὺς ἐνηλίκους. Ὁ Σωκράτης, σύμφωνα μὲ τὸν Πλάτωνα, ἀνέφερε ὅτι «ὅ των κιναίδων βίος δεινὸς καὶ αἰσχρὸς καὶ ἄθλιος ἐστιν» (15). Οἱ ὁμοφυλόφιλοι στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα ἐστεροῦντο πολιτικῶν δικαιωμάτων.
Τὸ 1980, τὴν χρονιὰ ποὺ ἡ ὁμοφιλοφυλία ἔπαψε νὰ ταξινομεῖται ὡς ψυχιατρικὴ διαταραχή, ὁ Gadpaille συνόψιζε τὰ μέχρι τότε ἐπιστημονικὰ δεδομένα, ὡς ἑξῆς: «Τὰ στοιχεῖα δείχνουν σαφῶς ὅτι, ἀκόμη καὶ στὴν ἀκραία περίπτωση κοινωνιῶν ποὺ ἀποδέχονται ὁμοφυλοφιλικὴ δραστηριότητα πρὶν τὴν ἐνηλικίωση, δὲν ἐπηρεάζεται ἡ ἑτερόφυλη προτίμηση κατὰ τὴν ἐνηλικίωση. Ἐπίσης εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία δὲν ἀναπτύσσεται φυσικὰ σὲ ἀνθρώπινες κοινωνίες ποὺ υἱοθετοῦν καὶ ἐπιτρέπουν τὴν ἔκφραση τῆς ἑτερόφυλης ἕλξης».(14)
Ἡ ὁμοφυλοφιλία σήμερα ἀποτελεῖ ἕνα ζήτημα ποὺ ὁρίζεται διαφορετικὰ ἀπὸ διαφορετικοὺς χώρους
Τὸ ὁμοφυλοφιλικὸ κίνημα ἔχει διαμορφώσει δικούς του ὁρισμοὺς καὶ κατηγοριοποιήσεις μέσω τῶν ὁποίων οἱ ὁμοφυλόφιλοι ὁρίζουν τὴν ταυτότητά τους καὶ τὶς σχέσεις τους μὲ τοὺς ἄλλους.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά,  ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ θρησκεία ἔχει τοὺς δικούς της ὅρους καὶ ὁρισμοὺς γιὰ τὸ ὑγιὲς καὶ μή, σύμφωνα μὲ τὶς σωματικές, πνευματικὲς καὶ θεολογικὲς διαστάσεις τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.
Ἡ θρησκευτικὴ πίστη, ὅπως προκύπτει ἀπὸ ἔρευνες, σχετίζεται μὲ χαμηλὰ ποσοστὰ ὁμοφυλοφιλικῆς συμπεριφορᾶς (16). Ὁρισμένες θρησκευτικὲς ὁμάδες (μὴ Ὀρθόδοξες) ‘ἀποφάσισαν’ ὅτι ἀποδέχονται τὴν ὁμοφυλοφιλία, ὥστε «νὰ δώσουν τὴν εὐκαιρία σὲ ὁμοφυλοφίλους νὰ ξεπεράσουν τὴν σύγκρουση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὶς ἐρωτικὲς καὶ στὶς πνευματικές τους ἀνάγκες»! Ἄλλοι, γιὰ τὸν ἴδιο λόγο δημιούργησαν δικές τους ἐκκλησίες! (10)

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ

Ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι μία σπάνια κατάσταση ποὺ ἀφορᾶ στὸ 1,3% τῶν γυναικὼν καὶ 2,7% τῶν ἀνδρών% (μέσα σὲ ἕνα χρόνο), σύμφωνα μὲ μεγάλη ἔρευνα στὶς Η.Π.Α. (Laumann E, 1994).  Σὲ μεγάλη ἔρευνα σὲ ἐφήβους ἔχει βρεθεῖ ποσοστὸ 1% (16).  Οἱ μελέτες  Kinsey στὰ μέσα του 20ου αἰώνα, παρουσίασαν ποσοστὸ ἀμιγοῦς ὁμοφυλίας 1-4% καὶ  ὑψηλὸ ποσοστὸ ἀτόμων μὲ κάποια ὁμοφυλοφιλικὴ ἐμπειρία κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς τοὺς Τὸ πόσο συχνὴ εἶναι μία κατάσταση ἀσφαλῶς δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ χαρακτηριστεῖ φυσιολογική. Οἱ μελέτες Κίνσευ, παρουσιάζουν ἐπίσης ὡς πολὺ συχνὲς τὶς σεξουαλικὲς ἐπαφὲς μὲ ζῶα. Συγκεκριμένα ἀναφέρουν ὅτι, τὸ 3-7,5% τοῦ γυναικείου πληθυσμοῦ ποὺ μελέτησαν καὶ πάνω ἀπὸ 17% τῶν νέων ἀνδρῶν ἀγροτικῶν περιοχῶν, εἶχαν τέτοιου εἴδους ἐμπειρίες. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡ κτηνοβασία πρέπει νὰ θεωρηθεῖ φυσιολογικὴ συμπεριφορά.
Ἡ ἐπιδημιολογικὴ ἔρευνα γιὰ τὴν συχνότητα  ὁμοφυλοφιλικῶν συμπεριφορῶν στὸν γενικὸ πληθυσμό, παρουσιάζει πολλοὺς περιορισμούς, καθ’ ὅσον καταμετρᾶ μόνον ἀριθμὸ ἀτόμων, χωρὶς νὰ λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν οὔτε ποσοτικὲς διαφορὲς (μεμονωμένη ἐμπειρία, ἢ κατ’ ἐπανάληψη), οὔτε ποιοτικὲς ( συνθῆκες ὑπὸ τὶς ὁποῖες ὑπῆρξε ἐρωτικὴ ἐπαφὴ μὲ ἄτομα τοῦ ἰδίου φύλλου). Πχ, δὲν ἐρωτᾶται τὸ κατὰ πόσον ἡ ὁμοφυλοφιλικὴ ἐμπειρία ἦταν ἑκούσια (τὴν ἐπέλεξε τὸ ἄτομο μὲ τὴν θέλησή του) ἢ ἀκούσια (βιασμός, σεξουαλικὴ κακοποίηση). Δυστυχῶς ἡ συχνότητα τῆς σεξουαλικῆς κακοποίησης παιδιῶν εἶναι πολὺ ὑψηλή. Περίπου ἕνα στὰ ἕξι κορίτσια καὶ ἕνα στὰ δέκα ἀγόρια ἔχει ὑπάρξει θύμα σεξουαλικῆς κακοποίησης. Ἑπομένως ἐρωτήσεις ὅπως: «εἶχες ποτὲ ἐρωτικὴ ἐπαφὴ μὲ ἄτομο τοῦ ἴδιου φύλου», ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὰ ἐρωτηματολόγια (16), ἀντὶ νὰ ἀνιχνεύουν ὁμοφυλοφιλικὲς συμπεριφορές, μπορεῖ νὰ ἀνιχνεύουν σεξουαλικὴ κακοποίηση. Τέτοιες ἐρωτήσεις παραβλέπουν τὰ κριτήρια ποὺ ἔχει καθιερωθεῖ νὰ χρησιμοποιοῦνται στὴν ἔρευνα γιὰ σεξουαλικὴ κακοποίηση στὴν παιδικὴ/ἐφηβικὴ ἡλικία καὶ ποὺ περιγράφουν ἠλικιακὲς διαφορὲς μεταξὺ θύτη-θύματος, χρήση καταναγκασμοῦ κλπ. (34) Τὸ ζήτημα αὐτὸ εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό, καθὼς ὁρισμένοι προσπαθοῦν νὰ χαλαρώσουν τὰ κριτήρια Σεξουαλικῆς Κακοποίησης γιὰ τοὺς ὁμοφυλόφιλους/ἀμφιφίλους ἀνηλίκους, καὶ νὰ παρουσιάσουν ὡς κοινωνικὰ ἀποδεκτὲς-φυσιολογικὲς τέτοιου εἴδους σχέσεις μεταξὺ ἀνηλίκων καὶ ἐνηλίκων. Εἶναι προφανὲς ὅτι αὐτὸ ἀποτελεῖ προσπάθεια νομιμοποίησης τῆς παιδοφιλίας/παιδεραστίας
Δύο βασικὰ σημεῖα ὅπου διαφέρουν ὁμοφυλόφιλα ἀπὸ μὴ ὁμοφυλόφιλα ἄτομα, εἶναι ἡ ἡλικία ἔναρξης σεξουαλικῆς ζωῆς καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐρωτικῶν συντρόφων. Σύμφωνα μὲ μελέτες στὶς Η.Π.Α. ἡ μέση ἡλικία ἔναρξης σεξουαλικῆς δραστηριότητας στοὺς ὁμοφυλοφίλους εἶναι τὰ 12,5 χρόνια (!), 3 χρόνια νωρίτερα ἀπὸ τοὺς  μὴ ὁμοφυλοφίλους  συνομηλίκους (6).  Ὁ ἀριθμὸς ἐρωτικῶν συντρόφων εἶναι πολὺ μεγαλύτερος  σὲ ὁμοφυλόφιλους ἄντρες, σὲ σύγκριση μὲ μὴ ὁμοφυλόφιλους ἄντρες, ἀλλὰ καὶ μὲ ὁμοφυλόφιλες γυναῖκες. Σύμφωνα μὲ ἔρευνα, τὸ 72% ὁμοφυλοφίλων ἀνδρῶν ἀνέφεραν πάνω ἀπὸ 100 ἐρωτικοὺς συντρόφους, τὸ 41% πάνω ἀπὸ 500 καὶ τὸ 27% πάνω ἀπὸ 1000. Τὸ 74% ἀνέφερε ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς μισοὺς ἐρωτικοὶ σύντροφοι, τοὺς ἦταν ἄγνωστοι (οἱ συμμετέχοντες στὴν ἔρευνα ἦταν ἄτομα ποὺ σύχναζαν σὲ χώρους διασκέδασης ὁμοφυλοφίλων). (8)

ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
Οἱ ὁμοφυλόφιλοι ἄνδρες παρουσιάζουν αὐξημένο κίνδυνο νὰ παρουσιάσουν  σεξουαλικὰ μεταδιδόμενα νοσήματα, ὅπως σύφιλη, γονόρροια, ἡπατίτιδα B καὶ C,  ἕρπητα γεννητικῶν ὀργάνων (17)  καὶ AIDS, καθὼς καὶ ὁρισμένους τύπους καρκινωμάτων.(18,19). Οἱ ἔφηβοι 15-19 ἐτῶν παρουσιάζουν ἀπὸ τὰ ὑψηλότερα ποσοστὰ σεξουλικὰ μεταδιδόμενων νοσημάτων, καθὼς ἡ ἀλλαγὴ τῶν ἠθῶν ὁδήγησε τοὺς νέους σὲ προγαμιαῖες σχέσεις καὶ μάλιστα μὲ πολλαπλοὺς συντρόφους. Ἐπὶ πλέον συχνά τους ἀσκεῖται πίεση ἢ καὶ βία γιὰ σεξουαλικὴ ἐπαφή, πρὶν ἀποκτήσουν τὴν ἱκανότητα νὰ προστατεύουν τὸν ἑαυτό τους. (20)
Οἱ πρῶτες περιπτώσεις  HIV/AIDS ἀναφέρθηκαν τὸ 1981  σὲ νέους ἄνδρες ὁμοφυλοφίλους.  Ἡ νόσος γρήγορα ἐξελίχθηκε σὲ πανδημία, ποὺ συνεχίζει νὰ ἐξαπλώνεται σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο, μὲ πολὺ ὑψηλὰ ποσοστὰ σὲ ἀναπτυσσόμενες χῶρες καὶ ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς κύριες αἰτίες θανάτου σὲ νέα ἄτομα. Στὶς ἀνεπτυγμένες δυτικὲς κοινωνίες, ἡ πλειοψηφία τῶν νοσούντων καὶ
Στὶς γυναῖκες ὁμοφυλοφίλους τα ποσοστὰ εἶναι πολὺ μικρότερα.
Τὸ ποσοστὸ τῶν νέων περιπτώσεων AIDS  ποὺ μεταδόθηκε ἀπὸ ἄντρες σὲ ἄντρες μέσω σεξουαλικῆς ἐπαφῆς παρουσίασε πτώση ἀπὸ 71% τὸ 1981, σὲ 44% το1996, καὶ ἔκτοτε παραμένει σταθερό, παρὰ τὶς προβλέψεις γιὰ περαιτέρω σημαντικὴ μείωση (37). Τὸ 2005, τὸ 75% τῶν νέων μολύνσεων σὲ ἄνδρες,  στὶς Η.Π.Α. καὶ Καναδὰ  ἀφοροῦσε σὲ ἄνδρες ποὺ εἶχαν σεξουαλικὴ ἐπαφὴ μὲ ἄντρες (23). Τὸ πρόβλημα γιὰ τὴν δημόσια ὑγεία εἶναι σημαντικὸ καθὼς ἀφορᾶ κυρίως σὲ νέα ἄτομα, ποὺ συχνὰ δὲν γνωρίζουν ὅτι εἶναι φορεῖς τοῦ ἰοῦ. Τὸ 2002 11,8 ἑκατομύρια νέων 15-24 ἐτῶν ἦταν φορεῖς τοῦ ἰοῦ. Τὸ 25%  τῶν φορέων τοῦ ἰοῦ στὶς Η.Π.Α. προσβλήθηκαν ἀπὸ τὸν ἰὸ στὴν ἐφηβεία.(24) To 25-48% τῶν ἀτόμων ποὺ ἔχουν μολυνθεῖ, δὲν τὸ γνωρίζουν. (23,25)
O ἐνεργητικὸς ἔλεγχος τοῦ  πληθυσμοῦ γιὰ σεξουαλικὰ μεταδιδόμενα νοσήματα ὑστερεῖ διεθνῶς, ἂν καὶ εἶναι ἀναγνωρισμένη ἡ ἀξία του καὶ ἡ σημασία του. (23,26, US Centers for Disease Control and Prevention 2006) Τουλάχιστον θὰ ἦταν καλὸ νὰ θεσπιστεῖ ὑποχρεωτικὴ ἐξέταση γιὰ ἡπατίτιδα καὶ HIV/AIDS σὲ ὅλους τους ἀσθενεῖς στοὺς ὁποίους ἀπαιτοῦνται ἐπεμβατικὲς μέθοδοι διάγνωσης καὶ θεραπείας, ὥστε νὰ προστατευτοῦν τὸ ἰατρικὸ/νοσηλευτικὸ προσωπικὸ καὶ ἄλλοι ἀσθενεῖς ἀπὸ τὴν μετάδοση σοβαρῶν νόσων. Ἡ φαρμακευτικὴ ἀγωγὴ ἔχει μειώσει τὸν ἀριθμὸ τῶν θανάτων ἀλλὰ παράλληλα ἔχει αὐξήσει τὸν ἀριθμὸ τῶν φορέων τῆς νόσου.
Τὸ κόστος γιὰ τὴν πρόληψη καὶ θεραπεία τῶν σεξουαλικὰ μεταδιδόμενων νοσημάτων εἶναι τεράστιο. Στὶς Η.Π.Α. ἡ κυβέρνηση προώθησε προγράμματα πρόληψης, ποὺ ὑποστήριζαν τὴν ἀποχὴ τῶν νέων ἀπὸ σεξουαλικὲς σχέσεις μέχρι τὸν γάμο καὶ τὴν μονογαμικὴ σχέση. Τὰ προγράμματα αὐτὰ σχολιάστηκαν ἀρνητικὰ (διότι περιόριζαν τὴν ‘ἐλεύθερη σεξουαλικὴ ἔκφραση’) καὶ προτάθηκε νὰ δοθοῦν ἀκόμη περισσότερα χρήματα γιὰ φάρμακα, γιατροὺς καὶ ὑπηρεσίες ὑγείας. Δυστυχῶς ὅμως, ἡ ἀνακάλυψη θεραπειῶν ἀντὶ νὰ μειώσει, αὔξησε τὴν συχνότητα τῶν σεξουαλικὰ μεταδιδόμενων νοσημάτων, καθὼς πολλοὶ ἐφησυχάστηκαν καὶ διέκοψαν τὴν ἀποχὴ ἀπὸ ἐπικίνδυνες σεξουαλικὲς δραστηριότητες. (18,19)    Ἔτσι, μεταξὺ 2001-2005 παρουσιάστηκε αὔξηση 11% τῆς μόλυνσης μὲ HIV/AIDS σὲ ὁμοφυλόφιλους ἄνδρες. (23)

ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ
Παρὰ τὸ ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία δὲν θεωρεῖται πλέον ψυχιατρικὴ διαταραχή, σχετίζεται μὲ σημαντικὴ ψυχιατρικὴ νοσηρότητα. Πολλὲς πρόσφατες ἔρευνες ἔχουν ἐπιβεβαιώσει ὅτι οἱ ὁμοφυλόφιλοι  παρουσιάζουν πολὺ συχνότερα κατάθλιψη, ἀπόπειρες αὐτοκτονίας, γενικευμένη ἀγχώδη διαταραχή, διαταραχὴ διαγωγῆς, χρήση οὐσιῶν καὶ ἀλκοολισμό. Τὰ προβλήματα αὐτὰ εἶναι πολὺ πιὸ ἔντονα στὰ ἀμφισεξουαλικὰ ἄτομα. (27,28,29). Ἡ νόσηση μὲ AIDS προσθέτει σημαντικὰ ψυχιατρικὰ καὶ νευρολογικὰ προβλήματα(30).
Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοὺς οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς ὁμοφυλοφιλίας ἀρνοῦνται ὅτι οἱ ὁμοφυλόφιλοι  ἔχουν ψυχιατρικὰ προβλήματα, ἢ ἀποδίδουν κάθε ψυχικὸ πρόβλημα τῶν ὁμοφυλοφίλων στὴν πίεση ποὺ τοὺς ἀσκεῖται καὶ στὴν ἀπόρριψη ποὺ εἰσπράττουν ἀπὸ τὴν κοινωνία(10). Αὐτὴ εἶναι μία ὑπόθεση, ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη ἀποδειχθεῖ. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες ἐπιστημονικὰ διατυπωμένες ὑποθέσεις, ὅπως ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία ἀποτελεῖ ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν φυσιολογικὴ ἐξέλιξη, καὶ συνδέεται καὶ μὲ ἄλλες ἀποκλίσεις στὴν ἀνάπτυξη, ποὺ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσουν σὲ ψυχικὴ διαταραχή. (28). Χρειάζεται νὰ γίνει περισσότερη ἔρευνα πάνω σ’ αὐτὲς τὶς ὑποθέσεις. Καθὼς οἱ πολιτικὲς πιέσεις παρεμβαίνουν στὴν ἐπιστημονικὴ συζήτηση, ἃς ὑπενθυμίσουμε τὸν Ἑλληνικὸ Κώδικα Ἰατρικῆς Δεοντολογίας: «Κάθε ἰατρὸς ἀπολαύει κατὰ τὴν ἄσκηση τοῦ ἰατρικοῦ ἐπαγγέλματος, ἐπιστημονικῆς ἐλευθερίας καὶ ἐλευθερίας τῆς συνείδησής του» καὶ «ἐνεργεῖ μὲ πλήρη ἐλευθερία στὸ πλαίσιο τῶν γενικὰ ἀποδεκτῶν κανόνων καὶ μεθόδων τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, ὅπως αὐτοὶ διαμορφώνονται μὲ βάση τὰ ἀποτελέσματα τῆς σύγχρονης ἐπιστημονικῆς ἔρευνας».
Πάντως, ἐπισημαίνεται ἡ ἀνάγκη νὰ σταματήσουν οἱ ἄκαρπες συζητήσεις, καὶ νὰ προχωρήσουμε σὲ πράξεις, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπιστοῦν τὰ πρoβλήματα καὶ νὰ σωθοῦν ζωές.(27)

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗ
Ὅπως πολὺ ὡραία ἀναφέρεται σὲ πρόσφατο παιδιατρικὸ ἄρθρο,  «σεξουαλικὴ διαπαιδαγώγηση δὲν εἶναι μόνον ἡ ἐνημέρωση γιὰ τὴν ἀνατομία καὶ τὴν λειτουργία τοῦ γεννητικοῦ συστήματος, ἢ γιὰ τὰ σεξουαλικῶς μεταδιδόμενα νοσήματα. Ὁ ἔφηβος χρειάζεται καὶ ζητᾶ νὰ μάθει καὶ γιὰ τὰ αἰσθήματα ποὺ εἶναι ἀλληλένδετα μὲ τὴν σεξουαλικὴ ὁρμή, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγάπη. Πρέπει νὰ μάθει γιὰ τὶς ὑποχρεώσεις ποὺ δημιουργεῖ μία μόνιμη σχέση καὶ ὁ γάμος. Χρειάζεται νὰ μάθει πὼς μπορεῖ ἡ δική του σεξουαλικὴ ζωὴ νὰ ἐπηρεάσει τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων. Πρέπει τέλος νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι μέσα στὴν ἔνταξή του στὴν κοινωνία ὑφίστανται καὶ στὴν σεξουαλικὴ συμπεριφορὰ περιορισμοί, τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ ἀποδεχθεῖ» (31).
Ἡ ἀποχὴ πρὶν τὸν γάμο καὶ ἡ μονογαμικὴ σχέση  ἀποτελεῖ τὸ πιὸ ἀποτελεσματικὸ μέτρο πρόληψης τῶν σεξουαλικὰ μεταδιδόμενων νοσημάτων (32), ποὺ ἀποτελοῦν τὴν σημαντικότερη αἰτία ἀπώλειας τῆς ὑγείας σὲ πολλὲς χῶρες καὶ ἔχει υἱοθετηθεῖ ὡς πρόγραμμα πρόληψης ἀπὸ τὶς Η.Π.Α. (20). Ὅμως ἡ ἐφαρμογὴ τῆς ἀποχῆς δὲν εἶναι πάντα ἐφικτὴ στοὺς ἐφήβους λόγω τῆς παρορμητικότητάς τους, τῆς ἐλλιποῦς ἐνημέρωσης καὶ τῆς ἄσκησης πίεσης (συμπεριλαμβανόμενης τῆς κοινωνικῆς πίεσης) ἢ καὶ βίας γιὰ σεξουαλικὴ ἐπαφή.
Δυστυχῶς ἡ οἰκογένεια ἀλλὰ καὶ οἱ εἰδικοί, δὲν φροντίζουν γιὰ τὴν κατάλληλη ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν καὶ τῶν νέων πάνω σ’ αὐτὰ τὰ ζητήματα, ποὺ ἐκτός των ἄλλων ἔχουν σοβαρὲς ἐπιπτώσεις στὴν ὑγεία. Οἱ ἔφηβοι (καὶ ὄχι μόνον) στὴν Ἑλλάδα ἔχουν μεγάλη ἄγνοια ὡς πρὸς τὰ σεξουαλικὰ μεταδιδόμενα νοσήματα. (31).
Ἡ σεξουαλικὴ ἀγωγὴ στὸ σχολεῖο, στοχεύει στὴν βελτίωση τῆς σεξουαλικῆς ὑγείας, μέσω παροχῆς γνώσεων στὴν ἐφηβικὴ κυρίως ἡλικία. Δὲν ὑποκαθιστᾶ τὸν ρόλο τῶν γονέων στὴν διαμόρφωση ὑγιοῦς στάσης πρὸς τὴν σεξουαλικότητα, ἢ τὸν ρόλο τοῦ εἰδικοῦ ἰατροῦ στὴν ἐνημέρωση.
Ὅταν ἡ σεξουαλικὴ διαπαιδαγώγηση γίνεται στὸ σχολεῖο, θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει ἐνημέρωση καὶ συναίνεση τῶν κηδεμόνων ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό της.Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τὴν διανομὴ καὶ συμπλήρωση ἐρωτηματολογίων ἀπὸ τὰ παιδιά, ὅπου ἡ συμμετοχὴ θὰ πρέπει νὰ εἶναι προαιρετική.
Ἀγνοώντας  ὅλα αὐτὰ τὰ πολὺ σοβαρὰ θέματα, τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας ὑποστήριξε τὴν δημιουργία φυλλαδίου καὶ ἰστοσελίδας (www.oloiisoi.gr) ποὺ ἀπευθυνόταν σὲ ἐφήβους καὶ διανεμήθηκε σὲ γυμνάσια καὶ λύκειά της Ἑλλάδας, (σύμφωνα μὲ πρόγραμμα τῆς Εὐρωπαικῆς Ἕνωσης) ὅπου προτρέπει τὰ παιδιὰ νὰ ἀποδεχτοῦν τὴν ὁμοφυλοφιλία ὡς ἰσότιμη ἐκδοχὴ τῆς σεξουαλικότητας, χαρακτηρίζοντας κάθε ἀντίθετη στάση ‘ὁμοφοβική’ καὶ ‘ρατσιστική’. Ἡ ἀψυχολόγητη  καὶ ἀντιεκπαιδευτικὴ  αὐτὴ πράξη τοῦ ὑπουργείου Παιδείας, βλέπει τὸν χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης ὡς «χῶρο ζυμώσεως ἰδεῶν καὶ γνώσεων, ἀνάδειξης προτύπων καὶ διαμόρφωσης προσωπικοτήτων». Ὅμως τέτοιες κινήσεις, χωρὶς  ἐνημέρωση καὶ συναίνεση τῶν γονέων καὶ κηδεμόνων, χωρὶς καμία συζήτηση μὲ ἁρμόδιους ἐπιστημονικοὺς φορεῖς, χωρὶς  παροχὴ γνώσεων πρὸς τοὺς νέους ἀλλὰ  ἀντίθετα μὲ χρήση ἐπικίνδυνων προτροπῶν (www.oloiisoi.gr) καὶ χρήση ἀπειλῆς πὼς «θὰ ἀνήκεις στὴν χειρότερη μειονότητα (!), τοὺς ρατσιστὲς» ἀποτελοῦν προπαγάνδα. Ἡ διαμόρφωση προσωπικοτήτων μὲ προπαγάνδα δὲν χαρακτηρίζει τὰ δημοκρατικὰ πολιτεύματα. Ἐπίσης, τὰ πρότυπα  ποὺ ἀναδεικνύει ὁ χῶρος τῆς ἐκπαίδευσης ἀφοροῦν στὴν Ἑλληνικὴ κοινωνία καὶ δὲν ἐπιβάλλονται ἀπὸ εἰσαγόμενα  προγράμματα. Ἡ Ἑλλάδα εἶναι μία χώρα μὲ ἱστορικὰ βαθύτατα ριζωμένες καὶ παγκόσμια ἀναγνωρισμένες ἀξίες ἰσότητας, ἀνεκτικότητας, ἀνθρωπισμοῦ, πνευματικότητας,  λογικῆς ἀλλὰ καὶ θρησκευτικότητας, ποὺ ἔχει ἀποτελέσει  ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς ἀτομικῆς καὶ συλλογικῆς ταυτότητας τῶν Ἑλλήνων.
Παράλληλα προωθοῦνται ἀπὸ τοὺς ὑποστηρικτὲς τῆς ὁμοφυλοφιλίας καὶ ἄλλα  σχετικὰ ζητήματα, (γάμος μεταξὺ ὁμοφυλοφίλων,  υἱοθεσία παιδιῶν, ἀπόκτηση παιδιῶν μὲ νέες μεθόδους ἀναπαραγωγῆς), ποὺ τίθενται ὡς ἁπλά, ἀνθρωπιστικοῦ περιεχομένου ζητήματα. Ἡ Ἀμερικανικὴ Παιδιατρικὴ Ἑταιρεία ἔχει ἤδη πάρει θέση ὑπὲρ τῆς υἱοθεσίας παιδιῶν ἀπὸ ὁμοφυλόφιλα ζευγάρια, ἐπικαλούμενη τὴν «ἀσφάλεια ποὺ παρέχουν δύο νομικὰ ἀναγνωρισμένοι γονεῖς»! (33).
Πρόσφατα ἀκούσαμε τὸν Ὑπουργὸ Δικαιοσύνης νὰ δηλώνει ὅτι «ἡ Ἑλληνικὴ κοινωνία δὲν εἶναι ἀκόμα ἕτοιμη νὰ δεχτεῖ τέτοιες ἀλλαγές». Ἃς περιμένουμε λοιπὸν  τὶς « μαζικὲς κοινωνικὲς ἀλλαγὲς ποὺ θὰ ὁδηγήσουν σὲ ἀλλαγὴ τῶν παραδοσιακῶν σεξουαλικῶν προτύπων καὶ ἀξιῶν», ὅπως τὸ θέτει  ἕνας θεωρητικός της ὁμοφυλοφιλίας, ὁ G Herdt.

EΠΙΛΟΓΟΣ
Ἡ ὁμοφυλοφιλία, ἂν καὶ δὲν κατατάσσεται πλέον στὶς ψυχιατρικὲς διαταραχές, παραμένει μία κατάσταση ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ σημαντικὴ ψυχιατρικὴ καὶ ἰατρικὴ νοσηρότητα. Τὸ θέμα εἶναι ἰδιαίτερα εὐαίσθητο καὶ οἱ ἀκρότητες δὲν βοηθοῦν στὴν ἀναζήτηση λύσεων στὰ προβλήματα. Ἡ ἐπιθετικὴ στάση ὁρισμένων ὁμοφυλοφίλων ποὺ θεωρεῖ τὴν διερεύνηση τῶν προβλημάτων αὐτῶν «καταπάτηση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων» εἶναι ἀπαράδεκτη καὶ ἀντίκειται στὶς ἀρχὲς τῆς ἀντιμετώπισης τῆς ἀσθένειας καὶ τῆς διαφύλαξης τῆς ὑγείας, ποὺ ἀποτελοῦν ὑποχρέωση κάθε ἰατροῦ.
Ἀντίστοιχη πορεία ἀποχαρακτηρισμοῦ της ὡς Ψυχιατρικῆς Διαταραχῆς ἀκολουθεῖ ἡ παιδοφιλία καὶ ἡ διαταραχὴ ταυτότητας φύλου. Ἀσφαλῶς, παρατηρώντας κανεὶς τὶς ἀλλαγὲς στὴν ἰατρικὴ διάγνωση καὶ πρακτική, ποὺ δὲν ὑποστηρίζονται ἀπὸ νέα ἐπιστημονικὰ δεδομένα, προβληματίζεται καὶ ἀνησυχεῖ γιὰ τοὺς λόγους ἑνὸς τέτοιου αὐθαίρετου ὁρισμοῦ τοῦ φυσιολογικοῦ. Μέσα σ’ ἕνα τέτοιο κλίμα, ἡ ἐπιστημονικὴ ἀμεροληψία ἔχει χαθεῖ, ἐνῶ παράλληλα ἀναφύονται σοβαρὰ ζητήματα ἰατρικῆς δεοντολογίας.
Ο Ε Εrickson, σημαντικὸς μελετητὴς τῆς ἐξελικτικῆς ψυχολογίας, παρουσιάζει  μιὰ ἐνδιαφέρουσα ἄποψη γιὰ τὴν σχέση μεταξύ της ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν καὶ τῆς δομῆς τῆς κοινωνίας.(36) Ἀναφέρει συγκεκριμένα παραδείγματα κοινωνιῶν, καὶ τὸ πῶς σὲ αὐτές, οἱ σωματικὲς-ἐνστικτικὲς ἀνάγκες τῶν παιδιῶν ἀντιμετωπίζονται μὲ διαφορετικὸ τρόπο, πότε ἐπιτρεπτικὰ καὶ πότε ἀπαγορευτικά. Οἱ διαφορὲς αὐτὲς στὴν ἀνατροφὴ ἔχουν στόχο τὴν διαμόρφωση ἐνηλίκων ἀτόμων, ποὺ θὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ἐπιβιώσουν στὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὁποῖο ζοῦν καὶ νὰ συμβάλλουν ἐπίσης στὴν διαιώνιση τῆς κοινωνικῆς ὁμάδας. Τί εἴδους κοινωνία θὰ μποροῦσε νὰ προκύψει ἀπὸ τὴν νομιμοποίηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας ὡς ἰσότιμης καὶ φυσιολογικῆς ἐρωτικῆς πρακτικῆς καὶ μορφῆς οἰκογένειας;
Ἀκόμη δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε μὲ βεβαιότητα τί κάνει ἕνα ἄτομο ὁμοφυλόφιλο. Ἀνεξάρτητα πάντως ἀπὸ τὴν αἰτιολογία, ἀναφύεται ἕνα σημαντικὸ ἐρώτημα πρὸς τὸ ὁποῖο ὀφείλουν νὰ τοποθετηθοῦν ὅλοι οἱ ἁρμόδιοι: Μπορεῖ καὶ πρέπει ἡ κοινωνία νὰ ἀλλάξει  δομικά της στοιχεῖα ὅπως εἶναι οἰκογένεια, πρὸς χάριν ἑνὸς μικροῦ ποσοστοῦ τῶν μελῶν της; Τί θὰ συνέβαινε ἐὰν ἔπραττε τὸ ἴδιο γιὰ τὶς πάμπολλες ἰατρικὲς καὶ μὴ διαταραχὲς καὶ ἀποκλίσεις (πχ γενετικὰ σύνδρομα, χαρτοπαιξία, βία κλπ);
Οἱ ἐπιστήμονες θὰ πρέπει μὲ ἐπιστημονικότητα καὶ εἰλικρίνεια νὰ περιγράψουν  τὶς συνέπειες γιὰ τὸν ἀνθρώπινο ψυχισμό, τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις, τὴν οἰκογένεια καὶ τὴν κοινωνία. Ἡ μέχρι τώρα ἐπιστημονικὴ γνώση μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι ἡ καταπάτηση τῶν φυσικῶν νόμων ἔχει συνέπειες σὲ ὅλους τους τομεῖς τῆς ὑγείας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1 Grumbach MM, Styne DM. Puberty: ontogeny, neuroendocrinology, physiology and disorders. In: Willson & Foster (eds): Williams textbook of endocrinology 8th ed . ,Sauders Company 1992
2 Grumbach mm, Conte Α. Disorders of sex differentiation. In: Williams textbook of endocrinology 8th ed  1992. eds  Willson & Foster,Sauders Company
3 Gooren L. The  biology of human psychosexual differentiation. Horm Behav, 2006;50(4):589-601)
4 Gooren L. Gender identity and sexual behavior. In: DeGroot (ed): Endocrinology. 4th ed, Philadelphia, WB Saunders, 2001
5  Zucker KJ. Gender identity disorders. In: M Lewis(ed): Child and adolescent psychiatry. A comprehensive textbook. 3rd ed, Philadelphia, Lippincott Williams & Wilkins 2002
6 Zucker KJ. Gender identity disorders. In Rutter M, Taylor E(eds): Child and Adolescent Psychiatry 4th ed. Wiley Blackwell 2002
7 Τ Φιλιππίδης. Περὶ τοῦ γάμου τῶν ὁμοφυλοφίλων Θεοδρομία 2004, τεῦχος 4ο :550-562
8 Gadpaille WJ. Homosexuality. In: Kaplan H, Sadock B(eds): Comprehensive Textbook of Psychiatry, 5th ed. Williams &Wilkins 1989 Αmerican Academy of Pediatrics. Coparent or secont-parent adoption by same-sex parents.Pediatrics 2002;109(2):339-340
9 American PsychiatricAssociation Official Actions. Position statement on therapies focused on attempts to change sexual orientation(Reparative or conversion therapies. American Journal Psychiatry of Psychiatry 2000;157(10):1719-1721
10 Drescher J, Stein T, Byne WM. Homosexuality, gay and lesbian identities and homosexual behavior. in Kaplan H, Sadock B(eds): Comprehensive Textbook of Psychiatry, 8th ed. Williams &Wilkins 2004
11 Drumright LN, Little SJ, Strndee Α, et al. Unprotected anal intercourse and substance use among men who have sex with men with recent HIV infection. J Acquir Immune Defic Synrd, 2006.1;43(3):344-350
12 Schwarchz S, Scheer S, McFarland W, et al. Prevalence of HIV infection and predictors of high-transmission sexual risk behaviors among men who have sex with men. American Journal of Public Health 2007;97(6)
13 Rahman Q. The neurodevelopment of human sexual orientation. Neurosci Biobehav Rev 2005;29(7):1057-1066
14 Gadpaille WL. Cross-species and cross-cultural contributions to understanding homosexual activity. Archives of General Psychiatry 1980;37:349-356
15 Πλάτωνος: Γοργίας
16 Remafedi G, Resnick M, Blum R, et al. Demografy of sexual orientation in adolescents. Pediatrics 1992;89(4):714-721
17 Gupta R, Warren T, Wald A. Genital herpes. Lancet 2007;370:2127-2137
18 Stolte IG, Duckers N, Wit JB, et al. Increase in sexually transmitted infections among homosexual men in Amsterdam, in relation to HAART. Sexually transmitted infections 2001;77:184-186
19 Chen SY, Gibson S, Katz M, et al.Continuing increases in sexual risk behavior and sexually transmitted diseases among men who have sex with men: SanFrancisco, Calif, 1999-2001.
20 Glasier A, Gulmezoglu am, Smidt GP, et al. Sexual and reproductive health: a matter of life and death. Lancet 2006;368:1595-1607
21 UNAIDS. Τhe foundation for  AIDS research. Issue Brief no 4, june 2006)
22 Osmond DH. Epidemiology of HIV/AIDS in the United States. (HIV InSite Knowledge Base Chapter March 2003)
23 www.unaids.org
24 Kirby D. HIV transmission and prevention in adolescents (HIV InSite Knowledge Base Chapter December 2002)
25 Sifakis F, Flyn CP, Metsch L, et al. HIV prevalence, unrecognized infection, and HIV testing among men who have sex with men-five U.S. cities, june 2004-april 2005.JAMA 2005;294:674-676
26 Low N, Broutet N, Sarcodie YA, et al. Global control of sexually transmitted infections. Lancet 2006;368:2001-2016)
27 Remafedi G. Suicide and sexual orientation. Archives of General Psychiatry 1999;56(10):885-886)
28 Bailey JM. Homosexuality and mental illness (commentary). Arch Gen Psychiatry, 1999;56:883-884
29 Sanford TG, de Graaf R, Bijl RV, et al. Same-sex sexual behavior and psychiatric disorders. Arch Gen Psychiatry 2001;58: 85-91
30 American PsychiatricAssociation Practice Guidelines. Practice guideline for the treatment of patients with HIV/AIDS. American Journal of Psychiatry 2000;157(11) Suppl
31 Τσαρμακλὴς Γ. Σεξουαλικὴ διαπαιδαγώγηση παιδιῶν καὶ ἐφήβων. Δελτίο Ἃ΄ Παιδιατρικῆς Κλινικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν 2007,54(1):95-98
32 Αmerican Academy of Pediatrics: Adolescents and human immunodeficiency virus infection:The role of the pediatrician in prevention and intervention.Pediatrics 2001;107(1):188-190
33 Committee on psychosocial aspects  of child and family health. American Academy of Pediatrics. Coparent or secont parent adoption, by same-sex parents. Pediatrics 2002;109(2):339-340
34 Holmes W. Men’s self definition of abusive childhood sexual experiences, and potentially related risky behavioural and psychiatric outcomes. Child abuse and neglect 2008;32(1):83-97
35 Miller S, Hoffman H, Mustanski B. Fluctuating asymmetry  and sexual orientation in men and women. Archives of sexual behavior 2008;37(1):150-157
36 Erikson E. Παιδικὴ ἡλικία καὶ κοινωνία
37 HIV knowledge basis. Ἠλεκτρονικὴ βιβλιοθήκη Νοσοκομείου ‘ὁ Εὐαγγελισμός’. http://www.evangelismos-hosp.gr
38 Hamer DH, Hu S, Magnuson VL, et al. A linkage between DNA markers on the Xchromosome and male sexual orientation. Science 1993;261:321-327
39 Rise G, Risch N, Ebers G. Genetics of sexual orientation (response).Science 1999;285:804
40 Rise G, Risch N, Ebers G. Male homosexuality:Absence of linkage to microsatelite markers at Xq28. Science 1999;284:665-667
41 Κίνσευ ΑΣ. Ἡ σεξουαλικὴ συμπεριφορὰ τῆς γυναίκας. Ἀθήνα 1957. Ἐκδόσεις «Τέχνη»

 

Πηγή: Καλλιόπης Προκοπάκη, ΙΑΤΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ Καλλιόπη Προκοπάκη, Ψυχίατρος παιδιῶν-ἐφήβων https://iatrikadedomena.wordpress.com/

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *