Ἡ πρόσφατη ἀντιδικία τοῦ σκηνοθέτη Κώστα Γαβρᾶ μὲ τὴ διοίκηση τοῦ νέου Μουσείου τῆς Ἀκρόπολης ἔφερε στὴν ἐπικαιρότητα τὸ θέμα τῆς τύχης τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν μνημείων μετὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ χριστιανισμοῦ. Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, διατυπώθηκαν σοβαρότατες κατηγορίες κατὰ τῶν χριστιανῶν, οἱ ὁποῖες μάλιστα ἐμφανίσθηκαν περίπου ὡς ἀναντίρρητη ἱστορικὴ ἀλήθεια.
Οἱ κατηγορίες εἶναι σαφεῖς: Οἱ χριστιανοὶ ἐμφανίζονται νὰ ἔχουν σπάσει ἀγάλματα, νὰ ἔχουν γκρεμίσει ναούς, νὰ ἔχουν πυρπολήσει καὶ λεηλατήσει τὰ ἀρχαῖα ἱερά, νὰ ἔχουν ἐπιδείξει μία πρωτοφανῆ περιφρόνηση γιὰ τὴ μοναδικὴ ἀξία τόσων καὶ τόσων μνημείων. Ἡ συστηματικὴ καταστροφὴ τῶν ἀρχαίων μνημείων ἐμφανίζεται νὰ ἀποδεικνύει περίτρανα τὴν ἱστορικὴ σύγκρουση ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ, καὶ πείθει ὅτι ἑλληνισμὸς καὶ χριστιανισμὸς εἶναι στὴν πραγματικότητα στοιχεῖα ἐκ φύσεως ἀντιφατικὰ καὶ πολέμια. Καὶ τὸ χειρότερο, τὸ ἔγκλημα τοῦ χριστιανισμοῦ δὲν φαίνεται νὰ εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνον ἕνα ἔγκλημα σὲ βάρος τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ κἄτι πολὺ χειρότερο: ἕνα ἔγκλημα σὲ βάρος τοῦ πολιτισμοῦ.
Ἡ θρησκεία τῶν πεπαιδευμένων καὶ ἡ θρησκεία τῶν ἀπαιδεύτων
Πρὶν περάσουμε στὸ κυρίως θέμα μας, τὴν τύχη τῶν ἀρχαίων μνημείων κατὰ τὴν περίοδο τῆς μετάβασης ἀπὸ τὸν χριστιανισμὸ στὸν παγανισμό, δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ παρατηρήσουμε μὲ θλίψη ὅτι ἡ εἰκόνα ποὺ ἔχουμε γιὰ τὴν ἐπίμαχη περίοδο εἶναι συχνὰ τραγικὰ παραμορφωμένη ἀπὸ ὑπεραπλουστευτικὲς σχηματοποιήσεις, ἰδεοληψίες καὶ μύθους, ποὺ ἐκλαμβάνονται ὡς αὐτονόητη ἱστορικὴ πραγματικότητα. Ἡ ἀναφορὰ σὲ μία τέτοια παραμορφωτικὴ σχηματοποίηση ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ἐπίμαχης περιόδου.
Συνήθως θεωροῦμε ὡς δεδομένο ὅτι οἱ τελευταῖοι πιστοὶ τοῦ ἀρχαίου θρησκεύματος πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν σὲ κάποιους κύκλους διανοουμένων, σὲ ρομαντικοὺς φιλοσόφους ἢ ἄλλους πνευματικοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἀρνοῦνταν νὰ δεχθοῦν ὅτι ἡ συνυφασμένη μὲ τὸν ὑπέρλαμπρο πολιτισμὸ τοῦ παρελθόντος θρησκεία ἦταν πλέον νεκρή. Στὰ μάτια αὐτῶν, ὁ χριστιανισμὸς δὲν ἦταν παρὰ μιὰ ἀφελὴς πίστη τῶν ἀπαιδεύτων καὶ ἀμαθῶν.
Ὅσο αὐτονόητα καὶ ἂν μοιάζουν τὰ παραπάνω, ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια εἶναι πολὺ διαφορετική. Τὸ ἴδιο τὸ ἱστορικὸ προσωνύμιο τῆς εἰδωλολατρίας ἀποκαλύπτει τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια. Πιὸ συγκεκριμένα, σὲ διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα Οὐαλεντινιανοῦ μὲ ἡμερομηνία τὴν 17η Φεβρουαρίου 370,[1] ἡ εἰδωλολατρία ἀποκλήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ θρησκεία τῶν “paganorum”, καὶ στὸ ἑξῆς ἐπικράτησε νὰ ὀνομάζεται «παγανισμός». Αὐτὴ ἡ νέα ὀνομασία σηματοδοτεῖ μία μεγάλη στροφή: ἡ λέξη “pagani” στὴ λατινικὴ σημαίνει τοὺς χωρικούς· ἄρα, “paganismus” ἢ θρησκεία τῶν “paganorum” σημαίνει «θρησκεία τῶν χωρικῶν».
Οἱ ὑποδηλώσεις αὐτῆς τῆς ὀνομασίας ἀποκαλύπτουν τὴν πλάνη στὴν ὁποία συνήθως βρισκόμαστε. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Robert Browning, ὁ χριστιανισμὸς κατὰ τοὺς πρώτους τρεῖς αἰῶνες τῆς ὑπάρξεώς του ἦταν μία κατὰ βάσιν «ἀστική» θρησκεία, ἡ ὁποία ἐξαπλωνόταν ἀπὸ πόλη σὲ πόλη παρακάμπτοντας τὴν ἐνδιάμεση ὕπαιθρο, μὲ ἀποτέλεσμα τὸν τέταρτο αἰῶνα μεγάλο μέρος τῆς ὑπαίθρου νὰ βρίσκεται ἀκόμη μακριὰ ἀπὸ τὸν χριστιανισμό.[2] Κατὰ τὴν Ἀναστασία Βακαλούδη, ἐξάλλου, ἡ ὀνομασία «παγανισμός» ὑποδηλώνει πὼς ἡ «θρησκεία τῶν χωρικῶν» στερεῖτο πλέον ἐπίσημης ὑπόστασης.[3] Τὸ πιὸ σημαντικὸ ὅμως δὲν εἶναι αὐτό. Τὸ πιὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ νέα ὀνομασία σηματοδοτεῖ μία ραγδαία ἀντιστροφὴ τῆς παλαιᾶς σχέσεως ἀνάμεσα στὸν χριστιανισμὸ καὶ τὸν παλαιὸ κόσμο. Παλαιότερα, δηλαδή, οἱ μορφωμένοι ἐθνικοὶ πράγματι ἔβλεπαν τὸν χριστιανισμὸ ὡς μιὰ ἀφελῆ καὶ δεισιδαίμονα πίστη τῶν ἀπαιδεύτων καὶ τῶν ἀμαθῶν· ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ τετάρτου αἰῶνα καὶ ἑξῆς, ἀντίθετα, εἶναι πλέον οἱ χριστιανοὶ ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουν τὴν εἰδωλολατρία ὡς μιὰ ἀφελῆ καὶ δεισιδαίμονα θρησκεία τῶν χωρικῶν καὶ τῶν ἀπαιδεύτων, οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν μακριὰ ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τῆς παιδείας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ.
Οἱ σχηματοποιήσεις εἶναι συνήθως ὑπεραπλουστευτικὲς καὶ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Ἂν ὅμως, παρὰ ταῦτα, ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ δοῦμε τὴ σύγκρουση χριστιανισμοῦ καὶ παγανισμοῦ ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ τετάρτου αἰῶνα καὶ ἑξῆς ὡς σύγκρουση μιᾶς θρησκείας πεπαιδευμένων καὶ μιᾶς θρησκείας ἀπαιδεύτων, τότε θὰ ἦταν πολὺ πιὸ κοντὰ στὴν ἀλήθεια νὰ δοῦμε τὸν χριστιανισμὸ ὡς θρησκεία τῶν πεπαιδευμένων, καὶ τὸν παγανισμὸ ὡς θρησκεία τῶν ἀπαιδεύτων…
Τὰ παραπάνω ἀρκοῦν, ἂν μή τι ἄλλο, νὰ μᾶς κάνουν νὰ εἴμαστε πολὺ προσεκτικοί στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βλέπουμε τὴ σύγκρουση χριστιανισμοῦ καὶ παγανισμοῦ, ὥστε νὰ ἀποφύγουμε νὰ ἐγκλωβισθοῦμε σὲ ὑπεραπλουστικὲς καὶ παραμορφωτικὲς τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας σχηματοποιήσεις. Ἐπιδεικνύοντας λοιπὸν τὴ δέουσα προσοχή, θὰ δοῦμε ἀκολούθως: α) τὸ θέμα τῆς καταστροφῆς τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, καὶ β) τὸ θέμα τῆς τύχης τῶν ἀρχαίων ἱερῶν κατὰ τὴ μετάβαση ἀπὸ τὸν παγανισμὸ στὸν χριστιανισμό.
Ἡ τύχη τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων στὰ χέρια τῶν χριστιανῶν
Τὸ θέμα τῆς τύχης τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων μᾶς ἔχει ἀπασχολήσει καὶ ἄλλες φορὲς στὸ παρελθόν,[4] καὶ ἔτσι μοιραῖα θὰ ἐπαναλάβουμε ἐδῶ ἐπισημάνσεις ποὺ ἔχουμε ἤδη κάνει. Ἂς μᾶς συγχωρεθοῦν αὐτὲς οἱ ἐπαναλήψεις. Ἄλλωστε, ὅπως διαβάζουμε στὸν Στοβαῖο, καὶ ὁ Σωκράτης, ὅταν κάποτε ὁ σοφιστὴς Ἱππίας τοῦ παρατήρησε σκωπτικὰ ὅτι ἔλεγε τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, ἀπάντησε ὅτι δὲν ἔλεγε ἁπλῶς τὰ ἴδια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἴδια πράγματα, καὶ τὸν ρώτησε ἂν ἐκεῖνος ἔδινε διαφορετικὴ ἀπάντηση, κάθε φορὰ ποὺ τὸν ρωτοῦσαν ἂν δύο φορὲς τὸ πέντε κάνει δέκα…[5]
Ἔστω λοιπὸν τὸ ἐρώτημα ἐὰν κατὰ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν παγανισμὸ στὸν χριστιανισμὸ ὑπῆρξαν περιπτώσεις σκόπιμης καταστροφῆς ἀρχαίων ἀγαλμάτων ἀπὸ χριστιανούς. Ἀκόμη καὶ ἂν δὲν εἴχαμε καμμία ἱστορικὴ μαρτυρία ποὺ νὰ μᾶς διαφώτιζε ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ ἐρωτήματος, ἡ λογικὴ ἀπάντηση δὲν θὰ μποροῦσε παρὰ νὰ εἶναι καταφατική. Ἄλλωστε, βλέπουμε νὰ ὑπάρχουν καταστροφὲς καὶ φανατισμοὶ καὶ στὴ δική μας, ὑποτίθεται πολιτισμένη ἐποχή, σὲ περιπτώσεις ἀλλαγῶν καθεστώτων, ἀκόμη καὶ κυβερνήσεων: Ἡ Γερμανία ἀποκήρυξε τὸ ἔνοχο παρελθόν της μετὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, γκρεμίζοντας ὅλα τὰ σύμβολα τοῦ ναζιστικοῦ καθεστῶτος. Στὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση, ἡ «ἀποσταλινοποίηση» συνοδεύθηκε ἀπὸ ἀπόσυρση καὶ καταστροφὴ ἀναρίθμητων ἀνδριάντων τοῦ Στάλιν. Ἡ κατάρρευση τοῦ ὑπαρκοῦ σοσιαλισμοῦ ἑορτάσθηκε μὲ τὴν καταστροφὴ τῶν ἀνδριάντων τῶν ἡγετῶν τοῦ κομμουνισμοῦ. Καὶ ἡ πιὸ γνωστὴ εἰκόνα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῶν Ἀμερικανῶν στὴ Βαγδάτη εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς καταστροφῆς τοῦ ἀνδριάντα τοῦ Σαντὰμ Χουσεῒν στὴν ἰρακινὴ πρωτεύουσα. Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, οὐδεὶς ἔθεσε θέμα αἰσθητικῆς ἀξίας τῶν ἀγαλμάτων ποὺ καταστρέφονταν. Κατ’ ἀναλογίαν, τίποτε δὲν εἶναι πιὸ φυσικὸ ἀπὸ τὸ νὰ δεχθοῦμε ὅτι θὰ ὑπῆρξαν ἀσφαλῶς καὶ περιπτώσεις σκόπιμης καταστροφῆς ἀρχαίων ἀγαλμάτων ἀπὸ χριστιανούς, τὴ στιγμὴ ποὺ λίγες μόλις δεκαετίες πρίν, ἂν κάποιος χριστιανὸς ἀρνεῖτο νὰ προσκυνήσει αὐτὰ τὰ ἀγάλματα, ριχνόταν στὰ θηρία καὶ ἔβρισκε μαρτυρικὸ θάνατο.
Βεβαίως, τὸ θέμα τοῦ καταλογισμοῦ τῶν εὐθυνῶν εἶναι πολὺ πιὸ σύνθετο. Ἔστω τὸ παράδειγμα ἑνὸς Γερμανοῦ ὁ ὁποῖος στὴ μεταπολεμικὴ Γερμανία καταστρέφει μὲ μανία ἕναν ἀνάγλυφο ἀετὸ μὲ τὸν ἀγκυλωτὸ σταυρό. Δίχως ἄλλο, τὸ ἀνάγλυφο αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει σημαντικὴ αἰσθητικὴ ἀξία. Ἀλλὰ πόσο ἆραγε μερίδιο εὐθύνης φέρει γι’ αὐτὴν τὴν καταστροφὴ ὁ συγκεκριμένος Γερμανὸς ποὺ καταστρέφει μὲ μανία, καὶ πόση τὸ ναζιστικὸ καθεστώς, ποὺ πυροδότησε αὐτὴ τὴ μανία καταστροφῆς; Αὐτὸ ἀκριβῶς ἐννοοῦμε, ὅταν ἀναγνωρίζουμε μὲν ὅτι ἀσφαλῶς καὶ θὰ ὑπῆρξαν περιπτώσεις καταστροφῆς ἀρχαίων ἀγαλμάτων ἀπὸ χριστιανούς, ἀλλὰ ἐπιμένουμε ὅτι τὸ θέμα τοῦ καταλογισμοῦ τῶν εὐθυνῶν εἶναι πολὺ πιὸ σύνθετο.
Βεβαίως, δὲν λείπουν σήμερα αὐτοὶ ποὺ κλείνουν τὰ μάτια μπροστὰ σὲ τέτοιες «λεπτομέρειες», καὶ ἀναλαμβάνουν τὸν ρόλο τοῦ δημόσιου κατηγόρου τοῦ χριστιανισμοῦ. Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, οἱ περιπτώσεις καταστροφῆς ἀρχαίων ἀγαλμάτων ἀπὸ χριστιανοὺς καταγράφονται ὡς παραδείγματα «σύγκρουσης τῆς παιδείας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μὲ τὴ βαρβαρότητα καὶ τὸν σκοταδισμό». Ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ ὅμως νὰ παρατηρήσουμε ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ διάσταση τοῦ θέματος ἐπιδέχεται πολλὴ συζήτηση. Ἔστω γιὰ παράδειγμα μία καταγεγραμμένη ἐμπλοκὴ χριστιανοῦ ἱεράρχη στὴν καταστροφὴ ἀρχαίου λατρευτικοῦ ἀγάλματος: ἡ συμμετοχὴ τοῦ Θεοφίλου Ἀλεξανδρείας στὴν καταστροφὴ τοῦ ἀγάλματος τοῦ θεοῦ Σαράπιδος.
Ὁ θεὸς Σάραπις εἶναι ἕνα ἁπτὸ παράδειγμα τοῦ συγκρητισμοῦ καὶ τῆς θρησκευτικῆς σύγχυσης τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας. Ὅπως γράφει ὁ Διόδωρος ὁ Σικελιώτης, ἄλλοι τὸν ταὔτιζαν μὲ τὸν Ὄσιρι, ἄλλοι μὲ τὸν Διόνυσο, ἄλλοι μὲ τὸν Πλούτωνα, ἄλλοι μὲ τὸν Ἄμμωνα, μερικοὶ μὲ τὸν Δία, καὶ πολλοὶ μὲ τὸν Πᾶνα·[6] κάποιοι μάλιστα, προφανῶς Ἰουδαῖοι τῆς Ἀλεξανδρείας, ταὔτιζαν τὸν Σάραπι μὲ τόν… Ἰωσήφ.[7] Στὸ Σαραπεῖο, τὸν περίφημο ναὸ τοῦ Σαράπιδος στὴν Ἀλεξάνδρεια, φυλασσόταν ὁ πῆχυς μὲ τὸν ὁποῖο μετροῦσαν τὴ στάθμη τοῦ Νείλου, καὶ οἱ ἐπιτήδειοι ἱερεῖς τοῦ Σαράπιδος εἶχαν ἐπιτύχει νὰ κάνουν τοὺς ἀφελεῖς καὶ δεισιδαίμονες εἰδωλολάτρες νὰ πιστεύουν ὅτι ὁ Σάραπις ἦταν ὁ θεὸς ποὺ ἔκανε τὸν Νεῖλο νὰ ρέει καὶ νὰ ἀρδεύει τὴν Αἴγυπτο, ἐν ὀλίγοις δὲ ὅτι ὁ Σάραπις ἦταν ὁ θεὸς στὸν ὁποῖο ἡ Αἴγυπτος ὤφειλε τὸ πᾶν. Ἀκόμη καὶ μορφωμένοι ἐθνικοὶ ἔπεφταν θύματα αὐτῆς τῆς δεισιδαιμονίας. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ λόγιος καὶ μετριοπαθὴς ἐθνικὸς Λιβάνιος ὄχι ἁπλῶς δὲν ἀμφισβητεῖ αὐτὴ τὴν ἀνόητη δεισιδαιμονία, ἀλλὰ στὸν λόγο του Ὑπὲρ τῶν ἱερῶν φθάνει νὰ ἑρμηνεύει τὶς θρησκευτικὲς ἐλευθερίες ποὺ εἶχαν παραχωρηθεῖ στὴν Αἴγυπτο ὡς ἀποτέλεσμα τῆς σιωπηλῆς ἀποδοχῆς ἐκ μέρους τῶν χριστιανῶν τῆς παντοδυναμίας τοῦ Σαράπιδος· οὔτε λίγο οὔτε πολύ, δηλαδή, ὁ Λιβάνιος ὑποστηρίζει ὅτι ἀκόμη καὶ οἱ χριστιανοὶ γνωρίζουν, ὅσο καὶ ἂν δὲν τὸ παραδέχονται, ὅτι ὁ Νεῖλος ρέει χάριν στὸν Σάραπι, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἔχουν τολμήσει νὰ ἀπαγορεύσουν τὴ λατρεία του, φοβούμενοι τὶς συνέπειες τῆς ὀργῆς του![8] Εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ χριστιανισμὸς εἶχε νὰ ἀντιπαλαίσει μία βαθύτατα ριζωμένη πλάνη. Καὶ αὐτὴ δὲν ἦταν ἡ μόνη πλάνη. Στὸ Σαραπεῖο ὑπῆρχε καὶ ἕνα ξόανο τοῦ Σαράπιδος, τὸ ὁποῖο λατρευόταν ὡς ἀχειροποίητο· στὴν κεφαλὴ αὐτοῦ τοῦ ξοάνου εἶχε τοποθετηθεῖ ἐσωτερικὰ σίδηρος, καὶ μὲ τὴ βοήθεια μιᾶς σειρᾶς ἀπὸ μαγνῆτες, ἔντεχνα τοποθετημένους στὰ φατνώματα τῆς στέγης, εἶχε κατορθωθεῖ τὸ ξόανο νὰ στέκεται μετέωρο μεταξὺ ἐδάφους καὶ ὀροφῆς· οἱ ἀφελεῖς εἰδωλολάτρες θαύμαζαν τὸ ξόανο ποὺ στεκόταν μετέωρο στὸ κενό, καὶ δὲν δυσκολεύονταν νὰ πιστεύουν ὅτι σὲ αὐτὸ ἐνοικοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Σάραπις. Ἡ ἀπίστευτη αὐτὴ ἀπάτη μνημονεύεται ἀπὸ ἀρκετὲς πηγές.[9] Καὶ γιὰ νὰ διασφαλισθεῖ ὅτι κανεὶς δὲν θὰ πλησίαζε ποτὲ τὸ ξόανο καὶ δὲν θὰ ἀνακάλυπτε τὴν ἀπάτη, οἱ ἱερεῖς τοῦ Σαράπιδος εἶχαν φροντίσει νὰ διασπείρουν τὴ φήμη ποὺ μᾶς παραδίδει ὁ Θεοδώρητος, ὅτι δηλαδή, ἂν πλησίαζε κανεὶς σὲ αὐτό, θὰ κλονιζόταν συθέμελα ἡ γῆ, καὶ οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα θὰ καταστρέφονταν.[10]
Τὸ Σαραπεῖο τῆς Ἀλεξανδρείας καταστράφηκε τὸ 391 μ.Χ. ὑπὸ τὶς ἑξῆς περίπου συνθῆκες:[11] Μέλη τῆς εἰδωλολατρικῆς κοινότητας τῆς Ἀλεξανδρείας στασίασαν, προχώρησαν σὲ μεγάλης ἐκτάσεως σφαγὴ τῶν χριστιανῶν, καὶ κατόπιν ὀχυρώθηκαν στὸ Σαραπεῖο, ὅπου γιὰ ἱκανὸ χρονικὸ διάστημα συνέχισαν τὴ διάπραξη εἰδεχθῶν ἐγκλημάτων. Τὰ γεγονότα ὅμως αὐτὰ ἔφεραν τὴν εἰδωλολατρικὴ κοινότητα ἀντιμέτωπη ὄχι μόνο μὲ τοὺς χριστιανούς, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἔννομη τάξη. Ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος, μὲ μία ἀπόφασή του ποὺ χαιρετίσθηκε ὡς μία ἀνέλπιστα πολιτισμένη, ἐπιεικὴς καὶ φιλάνθρωπη λύση στὸ ἀδιέξοδο, διέταξε νὰ χορηγηθεῖ ἀμνηστία σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς στασιαστὲς καὶ νὰ τοὺς ἐπιτραπεῖ νὰ ἀποχωρήσουν ἀνενόχλητοι ἀπὸ τὸ Σαραπεῖο, παράλληλα ὅμως διέταξε νὰ καταστραφοῦν οἱ εἰδωλολατρικοὶ ναοὶ τῆς Ἀλεξανδρείας «ὡς αἴτιοι στάσεως τῷ δήμῳ».[12] Στὸν Θεοδοσιανὸ Κώδικα μάλιστα σῴζεται καὶ ἡ αὐτοκρατορικὴ διαταγή, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Εὐάγριο, ἔπαρχο καὶ ἀντιπρόσωπο τῆς αὐτοκρατορικῆς ἀρχῆς στὴν Ἀλεξάνδρεια, καὶ τὸν Ρωμανό, διοικητὴ τῶν αὐτοκρατορικῶν δυνάμεων ποὺ ἕδρευαν στὴν Αἴγυπτο, καὶ τοὺς ἐξουσιοδοτεῖ νὰ ἐπιληφθοῦν προσωπικὰ τῆς καταλύσεως τῶν εἰδωλολατρικῶν ναῶν.[13]
Ὅταν ὁ αὐτοκρατορικὸς στρατὸς ἀνέβηκε στὸν ἔρημο πλέον λόφο τοῦ Σαραπείου, γιὰ νὰ ἐκτελέσει τὴ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ κάνει γιὰ μία ἀκόμη φορὰ αὐτὸ ποὺ ἦταν γιὰ τὸν ἴδιο ἔργο ζωῆς στὴν ταραγμένη Ἀλεξάνδρεια: νὰ ξεσκεπάσει τὴν εἰδωλολατρικὴ πλάνη. Ἔσπευσε λοιπὸν καὶ ὁ ἴδιος ἐπὶ τόπου. Ὁ στρατὸς εἶχε βεβαίως λάβει τὴ διαταγὴ γιὰ καταστροφὴ τοῦ Σαραπείου· ὅταν ὅμως βλέπουμε ἀκόμη καὶ σήμερα λαοὺς ποὺ ἀπὸ αἰῶνες ἔχουν ἀσπασθεῖ τὸν χριστιανισμὸ νὰ μὴν μποροῦν νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὶς δεισιδαιμονίες καὶ τὶς προκαταλήψεις, δὲν δυσκολευόμαστε νὰ φαντασθοῦμε πόσο φόβο ἔνιωθαν στὸν ναὸ τοῦ Σαράπιδος οἱ στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι στὴν καλύτερη περίπτωση εἶχαν ἀκούσει γιὰ τὸν Χριστὸ πρὶν ἀπὸ λίγες δεκαετίες ἢ ἀκόμη καὶ πρὶν ἀπὸ λίγα μόλις χρόνια· ἄλλωστε, ἂς μὴ λησμονοῦμε τὸν ἔντεχνα ριζωμένο θρῦλο ὅτι, ἂν πλησίαζε κανεὶς τὸν Σάραπι, θὰ κλονιζόταν συθέμελα ἡ γῆ, καὶ οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα θὰ καταστρέφονταν. Θέλοντας λοιπὸν νὰ ξεσκεπάσει τὴν ἀπάτη, ὁ Θεόφιλος προέτρεψε ὁ ἴδιος ἕνα στρατιώτη νὰ πλησιάσει καὶ νὰ κτυπήσει ἄφοβα τὸ ξόανο. Ὁ στρατιώτης δίστασε, ἔχοντας ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ τὸ ξόανο τοῦ φοβεροῦ θεοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸν προκαθήμενο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τέλος ἔδωσε τὸ κτύπημα. Ἡ συνέχεια περιγράφεται παραστατικώτατα ἀπὸ τὸν Θεοδώρητο:
«Ὅταν ἐκεῖνος ἔδωσε τὸ κτύπημα, ἀναφώνησαν οἱ πάντες, ἐπειδὴ φοβήθηκαν τὸ θρυλούμενο· ἀλλὰ ὁ Σάραπις, ὅταν δέχθηκε τὸ κτύπημα, οὔτε πόνεσε (γιατὶ ἦταν ξύλινος), οὔτε ἄφησε φωνή, καθὼς ἦταν ἄψυχος. Ὅταν τοῦ ἀφαίρεσαν τὴν κεφαλή, ἕνα πλῆθος ἀπὸ ποντίκια πετάχθηκε ἀπὸ μέσα· γιατὶ ὁ θεὸς τῶν Αἰγυπτίων ἦταν κατοικία ποντικιῶν».[14]
Ἡ καταστροφὴ τοῦ ἀγάλματος τοῦ Σαράπιδος, μία καταγεγραμμένη περίπτωση ἐμπλοκῆς χριστιανοῦ ἱεράρχη στὴν καταστροφὴ ἀρχαίου λατρευτικοῦ ἀγάλματος, εἶναι ἀσφαλῶς μία ἀπὸ τὶς περιπτώσεις ποὺ καταγγέλλονται σήμερα ὡς παραδείγματα «σύγκρουσης τῆς παιδείας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μὲ τὴ βαρβαρότητα καὶ τὸν σκοταδισμό». Δίχως ἄλλο, ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεόφιλος στάθηκε ἀπέναντι στὸ ξόανο τοῦ Σαράπιδος θὰ μποροῦσε πράγματι νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἀντιπροσωπεύει μία σύγκρουση τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς παιδείας μὲ τὴ βαρβαρότητα καὶ τὸν σκοταδισμό. Ἀλλὰ θὰ ἦταν, νομίζουμε, ἐπιπόλαιο νὰ σπεύσουμε νὰ ἀποφανθοῦμε ὅτι ὁ πολιτισμὸς καὶ ἡ παιδεία ἐνσαρκώνονταν στὸ ξόανο τοῦ Σαράπιδος, καὶ ἡ βαρβαρότητα καὶ ὁ σκοταδισμὸς βρίσκονταν ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ χριστιανισμοῦ.
Μέχρι αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἐξετάζοντας τὴν τύχη τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων στὰ χέρια τῶν χριστιανῶν, βρήκαμε τὴν εὐκαιρία νὰ φωτίσουμε ἀρκετὲς πλευρὲς τοῦ θέματος· δὲν ἔχουμε ὅμως ἀκόμη περάσει στὴν πιὸ σημαντική, τὴν πιὸ ἀποκαλυπτική, τὴν πιὸ ἐνδιαφέρουσα διάστασή του. Συγκεκριμένα, δεχθήκαμε ὅτι εἶναι ἀπολύτως λογικὸ καὶ φυσικὸ νὰ ὑπῆρξαν περιπτώσεις συνειδητῆς καταστροφῆς ἀρχαίων ἀγαλμάτων ἀπὸ χριστιανούς. Ὑπάρχει ὅμως κἄτι ποὺ οὔτε λογικὸ οὔτε φυσικὸ ἦταν νὰ συμβεῖ· καὶ ὅμως, παραδόξως, εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ συνέβη.
Ὁ Εὐσέβιος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἤδη ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἡ Κωνσταντινούπολη εἶχε γίνει ἕνα ἀπέραντο ὑπαίθριο μουσεῖο, τὸ ὁποῖο φιλοξενοῦσε ὑπέροχα χάλκινα ἀγάλματα, τὰ κορυφαῖα ἀριστουργήματα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλυπτικῆς τέχνης.[15] Ὅλοι μας γνωρίζουμε τοὺς τέσσερις ὑπέροχους ἐπίχρυσους χάλκινους ἵππους, ἔργα καθὼς εἰκάζεται τοῦ Λυσίππου, οἱ ὁποῖοι τὸ 1204 μεταφέρθηκαν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Βενετία. Ὅλοι μας γνωρίζουμε ἐπίσης ὅτι στὴν Κωνσταντινούπολη εἶχε μεταφερθεῖ καὶ ὁ περίφημος ἀναθηματικὸς τρίποδας ποὺ εἶχαν ἀφιερώσει οἱ Ἕλληνες στοὺς Δελφοὺς μετὰ τὴ νίκη τους στὴ μάχη τῶν Πλαταιῶν (μέρος του σῴζεται μέχρι σήμερα). Καὶ ἐξυπακούεται βεβαίως ὅτι, κοντὰ σὲ αὐτὰ ποὺ γνωρίζουμε, ὑπάρχουν καὶ πολλὰ ἄλλα ποὺ συνήθως ἀγνοοῦμε. Στὶς ἀγορὲς τῆς χριστιανικῆς πρωτεύουσας ἔστεκαν ὁ Πύθιος Ἀπόλλων καὶ ὁ Σμίνθιος Ἀπόλλων (ἔργο τοῦ σπουδαίου γλύπτη Σκόπα τὸ ὁποῖο μνημονεύει ὁ Στράβων[16]), ἐνῷ τὸ Παλάτιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως φιλοξενοῦσε τὶς περίφημες Ἑλικωνίδες Μοῦσες (ἔργα τῶν Κηφισοδότου, Στρογγυλίωνος καὶ Ὀλυμπιοσθένους, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Παυσανίας[17]).[18] Ὁ Γεώργιος Κεδρηνὸς στὰ τέλη τοῦ ἑνδέκατου αἰῶνα μᾶς μεταφέρει ἐντυπωσιακὲς πληροφορίες γιὰ τοὺς θησαυροὺς τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τέχνης ποὺ κοσμοῦσαν τὴν πρωτεύουσα τοῦ Βυζαντίου. Μεταξὺ ἄλλων, ὁ Κεδρηνὸς ἀναφέρει τὸ ἄγαλμα τῆς Λινδίας Ἀθηνᾶς, ἔργο τῶν γλυπτῶν Σκύλλιδος καὶ Διποίνου· τὴν Κνιδία Ἀφροδίτη, τὸ ἄφθαστο δημιούργημα τοῦ Πραξιτέλους· τὴ Σαμία Ἥρα, ἔργο τῶν Λυσίππου καὶ Βουπάλου· ἕνα ἄγαλμα ποὺ παρίστανε τὸν Χρόνο, ἔργο ἐπίσης τοῦ Λυσίππου· ἕναν περίτεχνο πτερωτὸ Ἔρωτα ἀπὸ τὴ Μύνδο τῆς Καρίας· μία Ἀμφιτρίτη, ἡ ὁποία εἶχε μεταφερθεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴ Ρόδο· τὴν πύλη τῆς Ἐφεσίας Ἀρτέμιδος μὲ περίτεχνη ἀνάγλυφη παράσταση τῆς Γιγαντομαχίας· καὶ τὸ περίφημο χρυσελεφάντινο ἄγαλμα τοῦ Διὸς ἀπὸ τὴν Ὀλυμπία, τὸ ἀριστούργημα τοῦ Φειδία, τὸ ὁποῖο συγκαταλεγόταν ἀνάμεσα στὰ Ἑπτὰ Θαύματα τοῦ ἀρχαίου κόσμου.[19] Στὴν Κωνσταντινούπολη εἶχε ἐπίσης μεταφερθεῖ τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς ποὺ κοσμοῦσε τὸν σηκὸ τοῦ Παρθενῶνα, ὅπως μαθαίνουμε ἀπὸ μία ἐθνικὴ πηγή, τὸν βιογράφο τοῦ Πρόκλου Μαρῖνο, ὁ ὁποῖος βρίσκει σὲ αὐτὴ τὴ μεταφορὰ τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιτεθεῖ κατὰ τῶν «καὶ τὰ ἀκίνητα κινούντων» χριστιανῶν.[20] Πολλοὺς αἰῶνες μετὰ τὴν ὑποτιθέμενη καταστροφὴ τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, στὰ τέλη τοῦ δωδέκατου αἰῶνα, ὁ Νικήτας ὁ Χωνιάτης εἶδε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ περιγράφει ἕνα κολοσσιαῖο χάλκινο ἄγαλμα τῆς Ἥρας στημένο στὴν Κωνσταντίνειο Ἀγορά, ἕνα σύμπλεγμα ποὺ παρίστανε τὸν Πάρι νὰ δίδει στὴν Ἀφροδίτη τὸ χρυσὸ μῆλον τῆς Ἔριδος, ἕναν Πήγασο μὲ τὸν Βελλεροφόντη στὴ ράχη του (στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου πολλοὶ ἔβλεπαν τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ) καὶ ἕναν θαυμαστό, ὑπερφυσικοῦ μεγέθους Ἡρακλῆ τοῦ Λυσιμάχου, τοῦ ὁποίου ἡ κνήμη καὶ μόνο εἶχε μέγεθος ἀνδρός.[21] Δυστυχῶς ἡ μοῖρα στάθηκε σκληρὴ γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοῦς θησαυροὺς τῆς τέχνης, ποὺ καταστράφηκαν κατὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1204.[22]
Τὰ παραπάνω μᾶς ἀποκαλύπτουν τὴν πιὸ ἐνδιαφέρουσα διάσταση τοῦ θέματος ποὺ συζητοῦμε ἐδῶ. Οἱ χριστιανοὶ τῆς ἐποχῆς τῆς σύγκρουσης τοῦ χριστιανισμοῦ μὲ τὸν παγανισμό, αὐτοὶ ἀκριβῶς οἱ ὁποῖοι σήμερα συκοφαντοῦνται ὡς καταστροφεῖς τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων, ἀποδεικνύεται ὅτι ἐπέδειξαν ἐν προκειμένῳ μία ἀνωτερότητα καὶ μία εὐαισθησία ἀσύλληπτη ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ἐποχή μας, μ’ ὅλη τὴ διαφημιζόμενη εὐαισθησία μας σὲ θέματα πολιτισμοῦ. Ποιὸς μπορεῖ ἆραγε νὰ φαντασθεῖ ἕναν ἀνδριάντα τοῦ Χίτλερ σὲ μιὰ πλατεῖα στὴ σημερινὴ Γερμανία ἢ ἕναν ἀνδριάντα τοῦ Ὀσάμα Μπὶν Λάντεν στὴ Νέα Ὑόρκη, καταξιωμένο γιὰ τὴν αἰσθητική του ἀξία; Δὲν θὰ ἦταν κάτι τέτοιο πραγματικὰ ἀσύλληπτο; Καὶ ὅμως, ὅπως εἴδαμε, οἱ χριστιανοὶ ἔκαναν αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ κανονικὰ θὰ φάνταζε ἀσύλληπτο. Δὲν εἶναι παράδοξο ὅτι ὑπῆρξαν καὶ καταστροφὲς καὶ φανατισμοί. Τὸ παράδοξο καὶ ἀληθινὰ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι οἱ χριστιανοὶ ἐπέτυχαν νὰ κάνουν τὴ μεγάλη ὑπέρβαση, νὰ ἀρθοῦν πάνω ἀπὸ τὶς συγκρούσεις, τοὺς φανατισμοὺς καὶ τοὺς πανηγυρισμοὺς γιὰ τὸ γκρέμισμα τοῦ παλαιοῦ κόσμου. Αὐτὴ ἡ ὑπέρβαση δὲν ἦταν καθόλου εὔκολη, πολὺ δὲ περισσότερο δὲν ἦταν καθόλου αὐτονόητη. Δὲν ἦταν καθόλου αὐτονόητο ὅτι οἱ χριστιανοὶ θὰ ἔπαυαν νὰ βλέπουν στὰ ἀρχαῖα ἀγάλματα τοὺς ψεύτικους θεοὺς μιᾶς θρησκείας ποὺ εἶχε πεθάνει καὶ μὲ τὴν ὁποία οἱ ἴδιοι εἶχαν συγκρουσθεῖ, θὰ τὰ ἔβλεπαν ὡς τὰ ἀνυπέρβλητα δημιουργήματα ἑνὸς ὑπέρλαμπρου πολιτισμοῦ ποὺ ἄξιζε νὰ ζήσει γιὰ πάντα καὶ θὰ κοσμοῦσαν μὲ αὐτὰ τὴν πρωτεύουσά τους. Παρὰ πᾶσαν προσδοκίαν, οἱ χριστιανοὶ ἔκαναν αὐτὴ τὴν ὑπέρβαση.
Ἡ θεωρητική «φόρμουλα» ποὺ ἐπέτρεψε τὴ διατήρηση τῶν ἀρχαίων θησαυρῶν μπορεῖ νὰ βρεθεῖ ἤδη σὲ μία βαρυσήμαντη δήλωση τοῦ Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως (περ. 150-215 μ.Χ.). Ὁ Κλήμης εἶναι ἕνας χριστιανὸς συγγραφέας ποὺ δὲν διστάζει νὰ καταγγείλει τὴν ἀνηθικότητα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τέχνης, κινούμενος κατὰ τοῦτο στὴ γραμμὴ ποὺ χάραξε στὴν Πολιτεία του ὁ Πλάτων,[23] σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ἡ διδασκαλία τοῦ Ἡσιόδου, τοῦ Ὁμήρου καὶ ἄλλων ποιητῶν πρέπει νὰ ἀπαγορευθεῖ στὴν ἰδανικὴ πολιτεία (πρβ. ὡστόσο, ἐν προκειμένῳ, τὴ δήλωση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὅτι στὸν Ὅμηρο ὅλη ἡ ποίηση εἶναι ἔπαινος τῆς ἀρετῆς[24]). Ὁ Κλήμης, ἂν καὶ κινεῖται στὴ γραμμὴ τοῦ Πλάτωνα, γράφει ὡστόσο μὲ ἔμφαση, προσδιορίζοντας ποιὰ εἶναι ἡ πρέπουσα στάση ἀπέναντι στὴν ἀρχαία τέχνη:
«Νὰ ἐπαινεῖται βέβαια ἡ τέχνη, ἀλλὰ νὰ μὴν ἀπατᾷ τὸν ἄνθρωπο ὡς ἀλήθεια».[25]
Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ εὐστοχώτατη διάκριση ἀποτέλεσε τὴν κιβωτὸ σωτηρίας τῶν θησαυρῶν τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τέχνης. Οἱ χριστιανοὶ διανοητὲς καὶ φιλόσοφοι δὲν ἦταν ἐχθροὶ τῆς ἑλληνικῆς τέχνης· ἦταν ἐχθροὶ τῆς εἰδωλολατρίας. Καὶ τὰ λόγια τοῦ Κλήμεντα ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ χριστιανικὴ φιλοσοφία ἦταν σὲ θέση νὰ κάνει αὐτὴ τὴ διάκριση, προσφέροντας ἔτσι τὶς θεωρητικὲς προϋποθέσεις γιὰ τὴν πλέον ὑγιῆ καὶ ἰσορροπημένη ἀντιμετώπιση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τέχνης, καὶ δημιουργώντας παράλληλα καὶ τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴ φύλαξη καὶ σωτηρία τῶν μνημείων της στὴν πράξη.
Ἡ τύχη τῶν ἀρχαίων ἱερῶν
Ἡ τύχη τῶν ἀρχαίων ἱερῶν εἶναι ἕνα ἄλλο κεφάλαιο τῆς διαχείρισης ἀπὸ τὸν χριστιανισμὸ τῆς κληρονομιᾶς τῆς ἀρχαιότητας. Μὲ τὸν θάνατο τῆς εἰδωλολατρίας, τὰ ἱερὰ τῆς ἀρχαίας θρησκείας ἦταν καταδικασμένα νὰ ἐρημωθοῦν καὶ νὰ παραδοθοῦν στὴν ἀδυσώπητη φθορὰ τοῦ χρόνου. Ἡ λύση ποὺ δόθηκε ἦταν ἡ λύση τῆς μετατροπῆς τῶν εἰδωλολατρικῶν ἱερῶν σὲ χριστιανικοὺς ναούς.
Ὅσο καὶ ἂν αὐτὸ φανεῖ παράδοξο, ὁ δρόμος γιὰ τὴ μετατροπὴ πολλῶν ἀρχαίων ἱερῶν σὲ χριστιανικοὺς ναοὺς ἄνοιξε μὲ ἕνα σκληρὸ διάταγμα τοῦ Θεοδοσίου Β΄ στὶς 14 Νοεμβρίου τοῦ 435 μ.Χ. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ διάταγμα, τὰ ἱερὰ τῆς παγανιστικῆς λατρείας ἔπρεπε νὰ καταστραφοῦν, καὶ ἡ περιοχὴ νὰ καθαρθεῖ μὲ τὴν ὕψωση σὲ αὐτὴν τοῦ συμβόλου τῆς πίστεως, τοῦ σταυροῦ.[26] Αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἀποσκοποῦσε προφανῶς στὸν ἐξορκισμὸ τῶν πονηρῶν δαιμόνων ποὺ τυχὸν θὰ ἐπιβίωναν τῆς καταστροφῆς τοῦ ἱεροῦ.
Τέτοια διατάγματα εἶχαν ἕναν ἔντονα «λαϊκιστικό» χαρακτῆρα, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα. Πράγματι, τὸ συγκεκριμένο διάταγμα δὲν εἶχε κανένα ἄλλο νόημα, ἀπὸ τὸ νὰ ἐμφανίσει τὸν αὐτοκράτορα νὰ ἀγκαλιάζει τὴν πίστη ποὺ εἶχε ἤδη ἀγκαλιάσει ὁ λαός. Κατὰ συνέπεια, διατάγματα σὰν αὐτὸ εἶχαν μᾶλλον τὸν χαρακτῆρα μιᾶς διακήρυξης συμπόρευσης τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας μὲ τὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ μιᾶς ἐπίσημης καταδίκης τῆς εἰδωλολατρίας, παρὰ μιᾶς ρητῆς διαταγῆς ποὺ ὄφειλε νὰ ἐφαρμοσθεῖ κατὰ γράμμα. Ἔτσι, τὸ συγκεκριμένο διάταγμα ἀποτελεῖ ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τῆς μεγάλης ἀπόστασης ποὺ ὑπῆρχε συχνὰ ἀνάμεσα στὴ διατύπωση καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἀντιπαγανιστικῆς νομοθεσίας.
Πιὸ συγκεκριμένα, ἐνῷ τὸ ἐν λόγῳ διάταγμα κάνει ρητῶς λόγο γιὰ συνολικὴ καταστροφὴ τῶν εἰδωλολατρικῶν ἱερῶν, χωρὶς νὰ προβλέπει καμμία ἄλλη, ἐναλλακτικὴ τῆς καταστροφῆς λύση, στὴν πράξη τὸ διάταγμα ἐφαρμόσθηκε μὲ ἕναν παράδοξο τρόπο: μὲ ἀποσιώπηση τοῦ πρώτου σκέλους, ποὺ προέβλεπε τὴν καταστροφὴ τῶν ἱερῶν, καὶ ἔμφαση στὴν κάθαρση τῶν χώρων τῆς ἀρχαίας λατρείας μὲ τὴ βοήθεια τοῦ σταυροῦ. Τὰ ἀρχαῖα ἱερὰ μποροῦσαν λοιπὸν νὰ ἐξακολουθήσουν νὰ ὑπάρχουν, ἀρκεῖ οἱ πονηροὶ δαίμονες τῆς παλαιᾶς λατρείας νὰ ἐξορκίζονταν μὲ τὸ σύμβολο τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τὸν σταυρό. Στὴν πράξη, δηλαδή, ἄνοιγε ὁ δρόμος γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῶν ἀρχαίων ἱερῶν μέσα ἀπὸ τὴν ἁπλῆ μετατροπή τους σὲ ναοὺς ἀφιερωμένους στὴ χριστιανικὴ λατρεία! Ὅπως πολὺ σωστὰ ἐπισημαίνει ἡ Alison Frantz,[27] δὲν ἦταν αὐτὸ τὸ ἀρχικὸ περιεχόμενο τοῦ νόμου·[28] ἀλλά, ὅπως εἴπαμε, ὑπάρχει μεγάλη ἀπόσταση ἀνάμεσα στὴν κατὰ γράμμα διατύπωση καὶ τὴν πρακτικὴ ἐφαρμογὴ τῆς ἀντιπαγανιστικῆς νομοθεσίας, καὶ ἡ συγκεκριμένη περίπτωση εἶναι ἁπλῶς ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ παραδείγματα αὐτῆς τῆς ἀπόστασης.
Κάπως ἔτσι, στὴν Ἀθήνα ὁ Παρθενώνας μετατράπηκε σὲ ναὸ τῆς Θεοτόκου,[29] καὶ ὁ ναὸς τοῦ Ἡφαίστου, ποὺ εἶναι ἀκόμη γνωστὸς ὡς «Θησεῖο», μετατράπηκε σὲ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Καὶ δὲν πρέπει νὰ πιστεύσουμε ὅτι αὐτὴ ἡ μετατροπὴ ἀφοροῦσε μόνον ἕνα ἢ δύο εἰδωλολατρικὰ ἱερά. Ὁ Friedrich Wilhelm Deichmann σὲ σχετικὴ μελέτη του καταγράφει οὔτε λίγο οὔτε πολὺ ὀγδόντα ἐννέα (89) γνωστὰ παραδείγματα τέτοιας μετατροπῆς ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὴν Ἰταλία, τὴν Αἴγυπτο, τὴ Συρία καὶ ἀλλοῦ.[30]
Τὸ ἐρώτημα ποὺ μένει νὰ μᾶς ἀπασχολήσει εἶναι ἂν αὐτὴ ἡ μετατροπὴ ἐπέφερε καταστροφὲς στὰ ἀρχαῖα ἱερά, καί, ἂν ναί, σὲ ποιὸ βαθμό. Διότι μόλις πρόσφατα[31] ἔγινε ἔντονα λόγος γιὰ τέτοιες καταστροφές, ἀκόμη καὶ στὸν ἴδιο τὸν Παρθενῶνα.
Ὅπως σημειώνει ἡ Alison Frantz, συγγραφέας μιᾶς γνωστῆς μελέτης γιὰ τὸ πέρασμα τῶν ἱερῶν τῆς Ἀθήνας ἀπὸ τὸν παγανισμὸ στὸν χριστιανισμό, ἡ μετατροπὴ τῶν ἀρχαίων ἱερῶν σὲ χριστιανικοὺς ναοὺς πρέπει νὰ ἔγινε σὲ δύο, ἢ ἴσως καὶ τρία στάδια: πρῶτον, ἀποϊεροποίηση τοῦ χώρου μὲ ἀφαίρεση τοῦ λατρευτικοῦ ἀγάλματος καὶ ἄλλων παγανιστικῶν συμβόλων· δεύτερον, σὲ μία πιθανὴ μεταβατικὴ περίοδο, χρήση τοῦ χώρου γιὰ τὴ χριστιανικὴ λατρεία χωρὶς καμμία ἄλλη μετατροπή· τρίτον καὶ τελευταῖο, ἀρχιτεκτονικὴ ἀνάπλαση τοῦ χώρου, ὥστε αὐτὸς νὰ ἀνταποκρίνεται πλέον πλήρως στὶς ἀπαιτήσεις τῆς χριστιανικῆς λειτουργίας.[32]
Τὸ ἐρώτημα εἶναι: Ἂν ὑπῆρξαν καταστροφές, σὲ ποιὸ ἀπὸ τὰ τρία αὐτὰ στάδια θὰ θεωρήσουμε ὅτι ὑπῆρξαν; Προφανῶς, ὄχι στὸ πρῶτο, τὴν ἁπλῆ ἀποϊεροποίηση τοῦ χώρου μὲ ἀπομάκρυνση τοῦ λατρευτικοῦ ἀγάλματος καὶ τῶν σκευῶν τῆς παγανιστικῆς λατρείας. Ἐπίσης, οὔτε στὸ δεύτερο, τὴ χρήση τοῦ χώρου γιὰ τὴ χριστιανικὴ λατρεία χωρὶς καμμία ἄλλη μετατροπή. Τὸ στάδιο ποὺ ἐνοχοποιεῖται γιὰ τὶς ὅποιες καταστροφὲς εἶναι τὸ τρίτο, τὸ στάδιο τῆς ἀρχιτεκτονικῆς ἀνάπλασης τοῦ χώρου, ὥστε αὐτὸς νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς ἀπαιτήσεις τῆς χριστιανικῆς λατρείας.
Προκειμένου νὰ κατανοήσουμε τὶς ἰδιαίτερες ἀπαιτήσεις τῆς χριστιανικῆς λατρείας καὶ τὶς ἀλλαγὲς ποὺ χρειάζονταν νὰ γίνουν στὰ ἀρχαῖα ἱερά, ἀρκεῖ νὰ ἀναλογισθοῦμε κάποιες διαφορὲς ἑνὸς ἀρχαίου καὶ ἑνὸς χριστιανικοῦ ναοῦ, τὶς ὁποῖες ὅλοι λίγο ὣς πολὺ γνωρίζουμε. Ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς ναὸς ἦταν ὁ χῶρος ποὺ φιλοξενοῦσε τὸ λατρευτικὸ ἄγαλμα τοῦ θεοῦ, καὶ λογιζόταν ὡς ὁ χῶρος κατοικίας τοῦ θεοῦ· οἱ λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις πρὸς τιμὴν τοῦ θεοῦ γίνονταν ἔξω ἀπὸ αὐτόν, γύρω ἀπὸ τὸν βωμό. Ἀντίθετα, ὁ χριστιανικὸς ναὸς εἶναι ὁ χῶρος μέσα στὸν ὁποῖο τελεῖται ἡ χριστιανικὴ λατρεία. Προκειμένου λοιπὸν ἕνας ἀρχαῖος ναὸς νὰ μπορεῖ νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς ἀνάγκες τῆς χριστιανικῆς λατρείας, ἔπρεπε νὰ ὑποστεῖ τέτοια ἀρχιτεκτονικὴ ἀνάπλαση, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ φιλοξενεῖ τὶς λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις ὄχι γύρω ἀπὸ αὐτόν, στὸν προαύλιο χῶρο, ἀλλὰ στὸ ἐσωτερικό του. Ἡ διαδικασία λοιπὸν μετατροπῆς ἑνὸς ἀρχαίου ναοῦ σὲ χριστιανικὴ ἐκκλησία θὰ περιλάμβανε ἀσφαλῶς καὶ διαμόρφωση τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς τοῦ σηκοῦ σὲ ἱερό, καὶ διάνοιξη παραθύρων γιὰ τὸν ἐξαερισμὸ καὶ φωτισμὸ τοῦ ἐσωτερικοῦ, καὶ ἀπολάξευση μετωπῶν καὶ χάραξη χριστιανικῶν συμβόλων, κυρίως τοῦ συμβόλου τοῦ σταυροῦ. Καὶ ὅλα αὐτά, θεωρούμενα ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ γωνία τοῦ ἀρχαιολόγου, θὰ μποροῦσαν νὰ λογισθοῦν ὡς καταστροφὲς σὲ σχέση μὲ τὴν ἀρχική –καὶ ἀνεπανάληπτη, στὴν περίπτωση ἑνὸς Παρθενῶνα– μορφὴ τοῦ μνημείου.
Θὰ μπορούσαμε νὰ σταθοῦμε καὶ σὲ περαιτέρω λεπτομέρειες σὲ σχέση μὲ τὶς καταστροφὲς ποὺ μοιραῖα συνεπαγόταν ἡ μετατροπὴ ἑνὸς ἀρχαίου ναοῦ σὲ χριστιανικὴ ἐκκλησία. Νιώθουμε ὅμως ὅτι, ἂν στεκόμασταν σὲ τέτοιες λεπτομέρειες, θὰ χάναμε τὴν οὐσία. Καὶ ἡ οὐσία εἶναι, κατὰ τὴν ἐκτίμησή μας, ὅτι ἡ μετατροπὴ τῶν ἀρχαίων ναῶν σὲ χριστιανικὲς ἐκκλησίες ἀποτέλεσε ἕνα ἀπὸ τὰ εὐτυχέστερα γεγονότα στὴν ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ, καθὼς ἐξασφάλισε τὴν ἐπιβίωση τῶν ἀνυπέρβλητων μνημείων τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας.
Προκειμένου νὰ τὸ κατανοήσουμε αὐτό, ἀρκεῖ νὰ διερωτηθοῦμε τὸ ἑξῆς: Γιατί συμβαίνει νὰ σῴζονται μέχρι σήμερα ἀρκετοὶ ἀρχαῖοι ἑλληνικοὶ ναοί, ἀλλὰ σχεδὸν οὔτε μία ἀρχαία ἑλληνικὴ κατοικία; Ἀντίθετα ἀπ’ ὅ,τι θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ σκεφθεῖ ἐν πρώτοις, αὐτὸ δὲν ὀφείλεται στὴ μεγαλύτερη ἀντοχὴ τῶν δομικῶν ὑλικῶν τῶν πρώτων. Ἤδη ὁ Δημοσθένης τοποθετεῖ σὲ ἕνα μακρινὸ καὶ ἐξιδανικευμένο παρελθὸν τὴν ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχε καμμία ἀπολύτως ἐπιτήδευση στὶς κατοικίες τῶν ἐπιφανῶν Ἀθηναίων καὶ δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ ξεχωρίσει τὴν κατοικία τοῦ Θεμιστοκλῆ ἢ τοῦ Μιλτιάδη ἀπὸ τὴν κατοικία ἑνὸς ἁπλοῦ πολίτη, ἐνῷ ἀντίθετα τὰ δημόσια οἰκοδομήματα ἦταν λαμπρὰ καὶ ἀνυπέρβλητα σὲ ὀμορφιὰ καὶ πολυτέλεια· στὴ δική του ἐποχὴ ἀντίθετα, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ, οἱ κατοικίες πολλῶν πλουσίων ἦταν ἤδη πολυτελέστερες ἀπὸ τὰ δημόσια οἰκοδομήματα.[33] Καὶ ἂν αὐτὸ συνέβαινε ἤδη τὴν ἐποχὴ τοῦ Δημοσθένη, δὲν χρειάζεται νὰ ἐξηγήσουμε τί ἴσχυε στὴν ἑλληνιστικὴ καὶ ρωμαϊκὴ ἐποχὴ ποὺ ἀκολούθησαν. Γιατί λοιπὸν συμβαίνει νὰ σῴζονται μέχρι σήμερα ἀρκετοὶ ἀρχαῖοι ἑλληνικοὶ ναοί, ἀλλὰ σχεδὸν οὔτε μία ἀρχαία ἑλληνικὴ κατοικία; Προφανῶς, ὁ λόγος εἶναι ὅτι στὴν περίπτωση τῶν ἀρχαίων ναῶν δὲν ὑπῆρχαν κάποιοι ἀπὸ τοὺς παράγοντες ποὺ ὁδήγησαν στὴν καταστροφὴ ἄλλων ἀρχαίων οἰκοδομημάτων.
Συνήθως ἡ σκέψη μας πηγαίνει στὸ ὅτι ἡ μετατροπὴ τῶν ἀρχαίων ναῶν σὲ χριστιανικὲς ἐκκλησίες τοὺς προφύλαξε ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις κάποιων φανατικῶν, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐπεδίωκαν νὰ πολεμήσουν τὸ φάντασμα τοῦ παρελθόντος, ἐπιδεικνύοντας παράλληλα μὲ ἕναν μᾶλλον ἀδόκιμο –πλὴν ὅμως εὔκολο– τρόπο τὴν προσήλωσή τους στὴ νέα θρησκεία. Βεβαίως, ἡ μετατροπὴ τῶν ἀρχαίων ἱερῶν σὲ χριστιανικοὺς ναοὺς ἄλλαζε ἄρδην τὸ σκηνικό: Τὰ λαμπρὰ οἰκοδομήματα ποὺ εἶχαν φιλοξενήσει τὰ ἀρχαῖα ἱερὰ δὲν λογίζονταν πλέον ὡς κατοικητήρια δαιμόνων, ἀλλὰ ὡς χῶροι λατρείας τοῦ ἑνὸς καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ· δὲν ἀντιμετωπίζονταν ὡς θλιβερὰ λείψανα μιᾶς ἀνόητης θρησκείας τοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ ὡς ἱεροὶ χῶροι ποὺ ἔπρεπε νὰ τύχουν τῆς δέουσας προσοχῆς καὶ φροντίδας. Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι αὐτὴ ἡ εὐτυχὴς μετατροπὴ τῶν ἀρχαίων ναῶν σὲ χριστιανικὲς ἐκκλησίες ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς παράγοντες ποὺ κατ’ ἐξοχὴν συνέτειναν στὴ διάσωση πολλῶν ἀνυπέρβλητων μνημείων τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας.
Ὡστόσο, ἡ ἔμφαση στὸ ὅτι ἡ μετατροπὴ τῶν ἀρχαίων ναῶν σὲ χριστιανικὲς ἐκκλησίες τοὺς προστάτευσε ἀπὸ τυχὸν ἐπιθέσεις φανατικῶν φαίνεται νὰ μᾶς ἀποπροσανατολίζει ἀπὸ τὸ πρόβλημα. Τέτοιες ἐπιθέσεις, καὶ ἂν ἀκόμη ὑπῆρξαν, σαφῶς καὶ δὲν ἀντιπροσώπευαν τὸν ὑπ’ ἀριθμὸν ἕνα κίνδυνο γιὰ τὴν κληρονομιὰ τοῦ παρελθόντος. Ἄλλωστε, καὶ ἡ ἀποσόβηση αὐτοῦ τοῦ κινδύνου γιὰ τοὺς ἀρχαίους ναοὺς δὲν δίδει ἀπάντηση στὴν ἀπορία μας, γιατί δηλαδὴ συμβαίνει νὰ σῴζονται μέχρι σήμερα ἀρκετοὶ ἀρχαῖοι ἑλληνικοὶ ναοί, ἀλλὰ σχεδὸν οὔτε μία ἀρχαία ἑλληνικὴ κατοικία – σημειωτέον ὅτι οἱ ἀρχαῖες κατοικίες ἀσφαλῶς καὶ δὲν διέτρεχαν τὸν κίνδυνο νὰ πέσουν θύματα τῶν ἐπιθέσεων φανατικῶν, καὶ ὅμως σήμερα σχεδὸν δὲν ἔχει μείνει ἴχνος τους.
Ἂν ἀναζητήσουμε τοὺς πραγματικοὺς καταστροφεῖς τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν μνημείων, δὲν μποροῦμε νὰ μὴν κατονομάσουμε ὡς πρῶτο καὶ σημαντικώτερο ἀπὸ αὐτοὺς τόν «πανδαμάτορα» χρόνο, ὅπως τόσο παραστατικὰ τὸν ὀνόμασε ὁ Σιμωνίδης.[34] Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἔπρεπε κανονικὰ νὰ ἔχουμε πεῖρα τοῦ καταστρεπτικοῦ περάσματος τοῦ χρόνου. Ὅλοι μας μποροῦμε νὰ δοῦμε σὲ φωτογραφίες περασμένων δεκαετιῶν κάποια ὁλοκαίνουρια τότε κτήρια, τὰ ὁποῖα σήμερα εἴτε δὲν ὑπάρχουν πλέον, εἴτε ἔχουν ἀφήσει στὴ θέση τους τοὺς ἀποσκεβρωμένους σκελετοὺς τῆς ἀλλοτινῆς ὀμορφιᾶς τους. Στὰ χωριὰ μποροῦμε νὰ δοῦμε σπίτια ποὺ κατοικοῦνταν κανονικὰ πρὶν ἀπὸ μία ἢ δύο γενιὲς νὰ ἔχουν καταρρεύσει, καὶ νὰ κεῖνται σήμερα θλιβερὰ ἐρείπια, παραδομένα στὴν ἀδυσώπητη φθορὰ τοῦ χρόνου. Τί λοιπόν; Αὐτὸ τό «δικαίωμα στὴ φθορά», τὸ ὁποῖο τόσο πρόθυμα ἀναγνωρίζουμε σὲ κτήρια μὲ ἡλικία μερικῶν δεκαετιῶν, θὰ τὸ ἀμφισβητήσουμε σὲ οἰκοδομήματα μὲ ἡλικία δυόμιση χιλετιῶν; Καὶ πίσω ἀπὸ ἕνα κατεστραμμένο σπίτι ἡλικίας μερικῶν δεκαετιῶν θὰ περιορισθοῦμε νὰ δοῦμε τὴ φθορὰ τοῦ χρόνου, ἐνῷ πίσω ἀπὸ ἕναν κατεστραμμένο ναὸ ἡλικίας δυόμιση χιλιετιῶν θὰ νιώσουμε ὑποχρεωμένοι νὰ ὑποθέσουμε ὅτι κρύβεται σώνει καὶ καλὰ ἡ καταστρεπτικὴ μανία κάποιων φανατισμένων χριστιανικῶν ὄχλων;
Κοντὰ στὴ φυσικὴ φθορὰ τοῦ χρόνου, πρέπει βεβαίως νὰ προσθέσουμε καὶ τὶς διάφορες φυσικὲς καταστροφὲς ποὺ συνέβησαν στὸ πέρασμα τόσων αἰώνων. Ἕνας καὶ μόνο καταστροφικὸς σεισμὸς ἀρκοῦσε, γιὰ νὰ μεταβάλει περικαλλεῖς ναοὺς καὶ πολυτελεῖς κατοικίες σὲ σωροὺς ἐρειπίων. Καὶ βεβαίως οὔτε τὰ κτήρια ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἦταν κτισμένα μὲ ἀντισεισμικὴ τεχνολογία, οὔτε οἱ φυσικὲς αὐτὲς καταστροφὲς ἦταν τόσο σπάνιες μέσα σὲ δυόμιση χιλιετίες.
Σὲ σχέση τώρα μὲ τὴ φθορὰ τοῦ χρόνου καὶ τὶς φυσικὲς καταστροφές, δὲν χωράει ἀμφιβολία ὅτι ἡ μετατροπὴ τῶν ἀρχαίων ναῶν σὲ χριστιανικὲς ἐκκλησίες λειτούργησε εὐεργετικά. Ὅποιο κτήριο περιπίπτει σὲ ἀχρηστία ὑπόκειται στὴ φθορὰ σὲ πολὺ μεγαλύτερο βαθμὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ χρησιμοποιεῖται. Ἰδοὺ λοιπὸν ἕνας πρῶτος παράγοντας ποὺ ἐξηγεῖ γιατί ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ πολυτελεῖς ἀρχαῖες κατοικίες ὑπέκυψαν στὴ φθορά, ἐνῷ οἱ ἀρχαῖοι ναοὶ ἀντιστάθηκαν σὲ αὐτήν – καὶ ἀντιστάθηκαν, ἀκριβῶς χάριν στὴ μετατροπή τους σὲ χριστιανικὲς ἐκκλησίες.
Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ χρόνου καὶ τὶς φυσικὲς καταστροφές, ὑπάρχει καὶ ἕνας ἀκόμη, ἴσως ἀκόμη σημαντικώτερος παράγοντας καταστροφῆς γιὰ τὰ ἀρχαῖα μνημεῖα. Αὐτὸς εἶναι ὁ «βανδαλισμός» τους ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς. Στοὺς μακροὺς αἰῶνες τοῦ ἀργοῦ θανάτου τῶν ἀρχαίων μνημείων, οἱ ἀμόρφωτοι κάτοικοι τῆς ἑκάστοτε περιοχῆς, ἁπλοῖ χωρικοὶ κατὰ κανόνα, ποὺ οὔτε ἦταν οὔτε μποροῦσαν νὰ εἶναι «ἀρχαιολόγοι», ἔβλεπαν τὰ ἀρχαῖα ἐρείπια περίπου σάν «μάντρες» οἰκοδομικοῦ ὑλικοῦ –καὶ μάλιστα δωρεὰν οἰκοδομικοῦ ὑλικοῦ– γιὰ τὴν οἰκοδόμηση τῶν δικῶν τους κατοικιῶν. Ἀλλὰ βεβαίως, ἐνῷ μποροῦσαν νὰ βλέπουν ἔτσι τὰ ἐρείπια ἑνὸς ἀρχαίου φρουρίου ἢ μιᾶς ἀρχαίας κατοικίας, δὲν μποροῦσαν νὰ βλέπουν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἕναν ἀρχαῖο ναὸ ποὺ λειτουργοῦσε ὡς χριστιανικὴ ἐκκλησία. Ἰδοὺ λοιπὸν καὶ ἕνας ἀκόμη παράγοντας ποὺ ἐξηγεῖ γιατί ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ πολυτελεῖς ἀρχαῖες κατοικίες ὑπέκυψαν στὴ φθορά, ἐνῷ οἱ ἀρχαῖοι ναοὶ ἀντιστάθηκαν σὲ αὐτήν – καὶ ἀντιστάθηκαν, καὶ πάλι, ἀκριβῶς χάριν στὴ μετατροπή τους σὲ χριστιανικὲς ἐκκλησίες.
Κοντὰ στὰ παραπάνω, δὲν πρέπει νὰ ἀγνοοῦμε καὶ τὴ μεγάλη σημασία ποὺ εἶχαν οἱ ἀρχαῖοι ναοὶ καθ’ ἑαυτοί, ὡς μνημεῖα πολιτισμοῦ. Ξεχωριστὸ ἐνδιαφέρον ἔχει ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη μία κίνηση μὲ ἰδιαίτερο νόημα τοῦ Βασιλείου τοῦ Βουλγαροκτόνου, τὴν ὁποία μαθαίνουμε ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ Ἰωάννη Σκυλίτζη: Εὐθὺς μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς θριαμβευτικῆς νίκης του κατὰ τῶν Βουλγάρων, ὁ Βυζαντινὸς αὐτοκράτορας μετέβη στὴν Ἀθήνα, ἀνέβηκε στὴν Ἀκρόπολη, προσκύνησε στὸν Παρθενῶνα, ὁ ὁποῖος ἦταν πλέον χριστιανικὸς ναὸς ἀφιερωμένος στὴ Θεοτόκο, καὶ ἀφοῦ ἀπένειμε στὴν Παναγία τὰ εὐχαριστήρια γιὰ τὴ μεγάλη νίκη καὶ κόσμησε τὸν ναὸ μὲ λαμπρὰ καὶ πολυτελῆ ἀναθήματα, ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ πανηγύρισε τὸν θρίαμβό του στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας.[35] Πρόκειται σαφῶς γιὰ μία συμβολικὴ κίνηση: Μετὰ τὴν περιφανῆ κατάδειξη τῆς στρατιωτικῆς κυριαρχίας τῆς αὐτοκρατορίας, ὁ αὐτοκράτορας θέλησε προφανῶς νὰ προβάλει πρὸς κάθε κατεύθυνση καὶ τὴν πολιτισμικὴ ἀνωτερότητα τοῦ Βυζαντίου, τιμώντας τοὺς δύο πόλους τοῦ λαμπροῦ πολιτισμοῦ ποὺ ἐκπροσωποῦσε τὸ Βυζάντιο: τὸν ἑλληνισμὸ καὶ τὸν χριστιανισμό.
Γενικά, τὸ Βυζάντιο ἦταν μία αὐτοκρατορία ἡ ὁποία δὲν ἐπαιρόταν μόνο γιὰ τὴ διοικητική της ὀργάνωση καὶ τὴ στρατιωτική της ἰσχύ, ἀλλὰ κυρίως ἔνιωθε καὶ ἦταν θεματοφύλακας τοῦ πολιτισμοῦ σὲ μία ἐποχὴ βαρβαρότητας. Καὶ ὁ πολιτισμὸς ποὺ ἐκπροσωποῦσε τὸ Βυζάντιο ἦταν ὅ,τι ὑψηλότερο καὶ εὐγενέστερο ἔχει ἀναδείξει ἡ παγκόσμια ἱστορία, ἡ συνάντηση καὶ γόνιμη σύζευξη τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καὶ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ. Δὲν ἐννοοῦμε ἀσφαλῶς ὅτι τὸ Βυζάντιο στάθηκε πάντα ἄξιο τοῦ πολιτισμοῦ ποὺ ἐκπροσωποῦσε, τὸν ὁποῖο ἀρκετὲς φορὲς πρόδωσε – καὶ τὸν ἑλληνισμὸ καὶ τὸν χριστιανισμό. Ὡστόσο, πιστεύουμε ὅτι δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ πεῖ κανεὶς πὼς ὅποιο μνημεῖο τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ σῴζεται σήμερα στὴν Ἑλλάδα ὀφείλει τὴ σωτηρία του στὴν προστατευτικὴ ἀσπίδα τοῦ Βυζαντίου, καὶ ἀντιστρόφως, ὅποιο μνημεῖο ἔχει καταστραφεῖ ὀφείλει τὴν καταστροφή του στὴν ἀπουσία –ἔστω καὶ προσωρινή– τῆς προστατευτικῆς αὐτῆς ἀσπίδας, ποὺ τὸ ἄφησε λεία βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν. Ἂν ἀναλογισθοῦμε πόσα ἐρείπια στοίχισε στὴν Ἑλλάδα μία καὶ μόνο βαρβαρικὴ ἐπιδρομὴ ποὺ διέρρηξε τὴν προστατευτικὴ αὐτὴ ἀσπίδα, ἡ ἐπιδρομὴ τῶν Βησιγότθων ὑπὸ τὸν Ἀλάριχο, δὲν τολμᾶμε νὰ σκεφθοῦμε τί θὰ εἶχε συμβεῖ, ἐὰν ἔλειπε ἐντελῶς ἡ προστατευτικὴ ἀσπίδα τοῦ Βυζαντίου.
Καὶ μία τελευταία λεπτομέρεια. Δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ στεκόμαστε μὲ ἄπειρο θαυμασμὸ μπροστὰ σὲ ἕνα μνημεῖο ὅπως εἶναι ὁ κλασικὸς Παρθενώνας. Αὐτὸ ποὺ ἀπὸ μιὰ ἄποψη μᾶς ξενίζει εἶναι ἡ ἐπιλεκτικὴ προσπάθεια διάσωσης τῆς ἱστορίας του. Γνωρίζουμε ὅτι κάποια στιγμὴ ὁ Παρθενώνας μετατράπηκε σὲ ναὸ ἀφιερωμένο στὴ Θεοτόκο, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουμε πότε ἀκριβῶς ἔγινε αὐτὴ ἡ μετατροπή. Ἀκόμη καὶ μία δεδηλωμένη ἀρχαιολάτρις σὰν τὴν Alison Frantz διαμαρτύρεται ἐνάντια στὸν περισσὸ ζῆλο μὲ τὸν ὁποῖο οἱ κλασικιστὲς ἀρχαιολόγοι τοῦ δεκάτου ἐνάτου αἰῶνα ἀπογύμνωσαν –καὶ μάλιστα χωρὶς καταγραφή!– τοὺς ἀθηναϊκοὺς ναοὺς ἀπὸ ὅλα τὰ πιθανὰ κατάλοιπα τῆς μετακλασικῆς τους ἱστορίας, καθιστώντας ἐξαιρετικὰ περίπλοκη, ἂν ὄχι καὶ ὅλως δι’ ὅλου ἀδύνατη, τὴ χρονολόγηση τῆς μετατροπῆς τους σὲ χριστιανικοὺς ναούς.[36]
Συμπεράσματα
Συνοψίζοντας τὰ ὅσα εἴδαμε παραπάνω γιὰ τὸ θέμα τῆς τύχης τῶν ἀρχαίων ἱερῶν στὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν παγανισμὸ στὸν χριστιανισμό, μὲ ἔμφαση στὶς συνέπειες τῆς μετατροπῆς τους σὲ χριστιανικὲς ἐκκλησίες, θὰ διαπιστώναμε τὰ ἑξῆς: Τὰ ἀρχαῖα ἱερὰ ἀσφαλῶς καὶ γνώρισαν κάποιες φθορὲς στὸ πλαίσιο τῆς ἀρχιτεκτονικῆς ἀνάπλασης ποὺ ὑπέστησαν, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ ἐξυπηρετήσουν τὶς ἀνάγκες τῆς χριστιανικῆς λατρείας, μετατρεπόμενα σὲ χριστιανικὲς ἐκκλησίες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν χωράει ἀμφιβολία ὅτι χάριν ἀκριβῶς σὲ αὐτὴ τὴ μετατροπὴ σὲ χριστιανικὲς ἐκκλησίες κατέστη δυνατὴ ἡ ἐπιβίωσή τους ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, ὥστε νὰ μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὰ θαυμάζουμε σήμερα. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη, τὸ νὰ καταρᾶται κάποιος σήμερα τοὺς χριστιανοὺς γιὰ τὶς καταστροφὲς ποὺ ἔγιναν στὸ πλαίσιο τῆς μετατροπῆς τῶν ἀρχαίων ἱερῶν σὲ χριστιανικὲς ἐκκλησίες μοιάζει ἀνάλογο μὲ τὴν περίπτωση ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ σώθηκε ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια χάριν στὴν ἐπιδέξια χειρουργικὴ ἐπέμβαση ἑνὸς ἰατροῦ, καί, ἀντὶ νὰ εὐγνωμονεῖ τὸν ἰατρὸ ποὺ τοῦ ἔσωσε τὴ ζωή, τὸν καταρᾶται γιὰ τὶς οὐλὲς ποὺ ἄφησε πίσω του τὸ χειρουργικὸ νυστέρι.
Ἡ συνάντηση ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ ὑπῆρξε ἡ κορυφαία στιγμὴ στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ. Βεβαίως, κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ ὅτι ἡ συνάντηση ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ ἀναπόφευκτα σημαδεύθηκε καὶ ἀπὸ κάποιες ἐκδηλώσεις βίας καὶ φανατισμοῦ. Ἀλλὰ τὸ νὰ παρουσιάζει κανεὶς ἐπιλεκτικὰ τέτοιες περιπτώσεις καὶ νὰ γυρεύει νὰ ἀποδείξει ἀπὸ αὐτὲς ὅτι ὁ ἑλληνισμὸς καὶ ὁ χριστιανισμὸς εἶναι στοιχεῖα ἐκ φύσεως ἀντιφατικὰ καὶ πολέμια μοιάζει μὲ τὸ νὰ ἀναζητεῖ κανεὶς μὲ τὸ τηλεσκόπιο σκοτεινὲς κηλῖδες στὸν ἥλιο, καὶ νὰ συμπεραίνει κατόπιν πανηγυρικά… ὅτι ὁ ἥλιος εἶναι σκοτεινός.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Codex Theodosianus, eds Theodor Mommsen καὶ Paulus M. Meyer, Weidmann, Berlin 1905, vol. I.2, σελ. 840-1, XVI, 2, 18.1-5 (370 Febr. 17): “IDEM AA. AD CLAUDIUM PRO(CONSULEM) AFRIC(AE). Quam ultimo tempore divi Constanti sententiam fuisse claruerit, valeat, nec ea in adsimulatione aliqua convalescent, quae tunc decreta vel facta sunt, cum paganorum animi contra sanctissimam legem quibusdam sunt depravationibus excitati. DAT. XIII KAL. MART. TREV(IRIS) VAL(ENTINI)ANO ET VALENTE AA. CONSS.”.
[2] Robert Browning, The emperor Julian, Weidenfeld and Nicolson, London 1976, σελ. 160.
[3] Ἀναστασίας Δ. Βακαλούδη, Ἡ μαγεία ὡς κοινωνικὸ φαινόμενο στὸ πρώιμο Βυζάντιο (4ος – 7ος μ.Χ. αἰ.), Ἐκδόσεις Ἐνάλιος, Ἀθήνα 2001, σελ. 87.
[4] «Χριστιανισμὸς καὶ ἀρχαία ἑλληνικὴ τέχνη», Ἀκτῖνες, τεῦχος 624 (Ὀκτώβριος 2001), σελ. 255-259· «Ἡ τύχη τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων στὰ χέρια τῶν χριστιανῶν», Τόλμη 57 (Νοέμβριος 2005), σελ. 62-66.
[5] Στοβαίου, Ἀνθολόγιον, eds C. Wachsmuth καὶ O. Hense, Γ΄ 9, 57.12-23.
[6] Διοδώρου Σικελιώτου, Βιβλιοθήκη ἱστορική, eds F. Vogel καὶ K. T. Fischer, Αʹ 25, 2.1-3.
[7] Γεωργίου μοναχοῦ, Χρονικόν, ed. C. de Boor, 583.24· Σούδα, ed. A. Adler, Σ 117.4.
[8] Λιβανίου, Πρὸς Θεοδόσιον τὸν βασιλέα ὑπὲρ τῶν ἱερῶν (Λόγος Λ΄), ed. R. Foerster, Λ΄ 35.1-11.
[9] Γεωργίου μοναχοῦ, Χρονικόν, ed. C. de Boor, 584.18-585.6· Γεωργίου Κεδρηνοῦ, Σύνοψις ἱστοριῶν, ed. I. Bekker, vol. I, 569.21-570.2· Σούδα, ed. A. Adler, Μ 23.1-9.
[10] Θεοδωρήτου Κύρρου, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, eds L. Parmentier καὶ F. Scheidweiler, 321.3-5: «καὶ λόγος κατεῖχεν ἀπατηλός, ὡς εἴ τις τούτῳ πελάσοι, κλονηθήσεται μὲν ἡ γῆ, πανωλεθρία δὲ ἅπαντας καταλήψεται».
[11] Βλ. τὰ ἄρθρα μου «Ἡ καταστροφὴ τοῦ Σαραπείου. Μέρος Α΄: Τὸ σκηνικό», Ἀκτῖνες 632 (Ἰούνιος 2002), σελ. 197-202 καὶ «Ἡ καταστροφὴ τοῦ Σαραπείου. Μέρος Β΄: Τὰ γεγονότα», Ἀκτῖνες 633 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2002), σελ. 228-234.
[12] Σῳζομενοῦ, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, eds J. Bidez καὶ G. C. Hansen, Ζʹ 15, 7.3-8.1.
[13] Codex Theodosianus, eds Theodor Mommsen καὶ Paulus M. Meyer, Weidmann, Berlin 1905, vol. I.2, σελ. 900, XVI, 10, 11.1-8 (391 Jun. 16).
[14] Θεοδωρήτου Κύρου, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, eds L. Parmentier καὶ F. Scheidweiler, 321.8-12: «Ἐκείνου δὲ παίσαντος, ἐβόησαν μὲν ἅπαντες τὸ θρυλούμενον δείσαντες· ὁ δὲ Σάραπις δεξάμενος τὴν πληγήν οὔτε ἤλγησε (ξύλινος γὰρ ἦν), οὔτε φωνὴν ἀφῆκεν, ἄψυχος ὤν. Ἐπειδὴ δὲ τὴν κεφαλὴν ἀφῃρέθη, μύες ἀγεληδὸν ἐξέδραμον ἔνδοθεν· μυῶν γὰρ οἰκητήριον ἦν ὁ Αἰγυπτίων θεός».
[15] Εὐσεβίου Καισαρείας, Βίος τοῦ μακαρίου Κωνσταντίνου βασιλέως, ed. F. Winkelmann, Γ΄ 54, 3.1-2.
[16] Στράβωνος, Γεωγραφικά, ed. A. Meineke, ΙΓ΄ 1, 48.1-4.
[17] Παυσανίου, Ἑλλάδος περιήγησις, ed. F. Spiro, Θ΄ (Βοιωτικά) 30, 1.1-6.
[18] Εὐσεβίου Καισαρείας, ὅ.π., Γ΄ 54, 2.7-3.1.
[19] Γεωργίου Κεδρηνοῦ, Σύνοψις ἱστοριῶν, ed. I. Bekker, vol. I, 564.5-565.17.
[20] Μαρίνου Νεαπολίτου, Πρόκλος ἢ Περὶ εὐδαιμονίας, 30, ed. R. Masullo, 737-739.
[21] Νικήτα Χωνιάτου, Χρονικὴ διήγησις, ed. J. van Dieten, «Τὰ μετὰ τὴν ἅλωσιν», μέρος Β΄, 648.13-650.14 (= ed. J.- P. Migne, PG 139, 1044.21-1048.32).
[22] Τὰ χάλκινα αὐτὰ ἀγάλματα (στὴ συντριπτική τους πλειοψηφία, τὰ πρωτότυπα ἔργα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλυπτικῆς ἦσαν χάλκινα) ἦσαν εὐάλωτα. Κάποια σπουδαῖα ἀγάλματα καταστράφηκαν ἀπὸ μία καταστροφικὴ πυρκαγιὰ ποὺ ἔπληξε τὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Ζήνωνος τὸ 475. Ἡ μοῖρα τῶν ὑπολοίπων ἦταν ἴσως ἀκόμη πιὸ σκληρή: Ὅταν οἱ κατ’ ὄνομα «Σταυροφόροι» κατέλαβαν τὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1204, ὅλα αὐτὰ τὰ ἀπαράμιλλα ἔργα τέχνης, ὅλα αὐτὰ τὰ ἀνυπέρβλητα προϊόντα τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ κατέβηκαν ἀπὸ τὰ βάθρα τους καὶ παραδόθηκαν στὴ φωτιά, γιὰ νὰ γίνουν… χάλκινα νομίσματα!!! Ὁ Νικήτας ὁ Χωνιάτης, μέσα ἀπὸ ἕνα θρῆνο γιὰ τοὺς χαμένους θησαυροὺς ὁ ὁποῖος δὲν ἀποφεύγει κάποιες ρητορικὲς ὑπερβολές, στηλιτεύει τὴν ἀσύλληπτη βαρβαρότητα τῶν Λατίνων κατακτητῶν, αὐτῶν τῶν «ἀνέραστων τοῦ ὡραίου βαρβάρων», ὅπως τοὺς ὀνομάζει, ἡ ὁποία στέρησε τὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ ἀνεπανάληπτους θησαυροὺς τῆς τέχνης (Νικήτα Χωνιάτου, ὅ.π., ed. J. van Dieten, Β΄ 648 κ.ἑ. = ed. J.- P. Migne, PG 139, 1044 κ.ἑ.).
[23] Πλάτωνος, Πολιτεία, ed. J. Burnet, 386a κ.ἑ.
[24] Μεγάλου Βασιλείου, Πρὸς τοὺς νέους ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων, ed. F. Boulenger, 5.25-28: «Ὡς δ’ ἐγώ τινος ἤκουσα δεινοῦ καταμαθεῖν ἀνδρὸς ποιητοῦ διάνοιαν, πᾶσα μὲν ἡ ποίησις τῷ Ὁμήρῳ ἀρετῆς ἐστιν ἔπαινος, καὶ πάντα αὐτῷ πρὸς τοῦτο φέρει, ὅ τι μὴ πάρεργον».
[25] Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας, ed. C. Mondésert, δʹ 57, 6.1-2: «Ἐπαινείσθω μὲν ἡ τέχνη, μὴ ἀπατάτω δὲ τὸν ἄνθρωπο ὡς ἀλήθεια».
[26] Codex Theodosianus, eds Theodor Mommsen καὶ Paulus M. Meyer, Weidmann, Berlin 1905, vol. I.2, σελ. 905, XVI, 10, 25.1-8 (435 Nov. 14).
[27] Alison Frantz, “From paganism to Christianity in the temples of Athens”, Dumbarton Oaks Papers 19 (1965), σελ. 187-188.
[28] Παλαιότεροι ἱστορικοὶ δέχονταν ὅτι ὁ νόμος ἐξουσιοδοτοῦσε πράγματι τὶς κατὰ τόπους ἀρχὲς νὰ μετατρέψουν τὰ ἀρχαῖα ἱερὰ σὲ χριστιανικοὺς ναούς· βλ. γιὰ παράδειγμα John B. Bury, History of the Later Roman Empire from the death of Theodosius I to the death of Justinian, vol. I, Macmillan & Co. Ltd, London 1923, σελ. 371.
[29] Βλ. τὸ ἄρθρο τοῦ Friedrich Wilhelm Deichmann, »Die Basilica im Parthenon«, Athenische Mitteilungen 63/64 (1938/39), σελ. 127-139.
[30] Friedrich Wilhelm Deichmann, »Frühchristliche Kirchen in antiken Heiligtümern«, Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts 54 (1939), σελ. 103-136.
[31] Στὸ πλαίσιο τῆς διαμάχης τοῦ σκηνοθέτη Κώστα Γαβρᾶ μὲ τὴ διοίκηση τοῦ νέου Μουσείου τῆς Ἀκρόπολης.
[32] Alison Frantz, “From paganism to Christianity in the temples of Athens”, Dumbarton Oaks Papers 19 (1965), σελ. 201.
[33] Δημοσθένους, Κατὰ Ἀριστοκράτους, ed. S. H. Butcher, 206.6-208.4.
[34] Σιμωνίδου, Ἀποσπάσματα, ed. D. L. Page, ἀπ. 26, 1.4-5: «ἐντάφιον δὲ τοιοῦτον οὔτ’ εὐρώς / οὔθ’ ὁ πανδαμάτωρ ἀμαυρώσει χρόνος».
[35] Ἰωάννου Σκυλίτζη, Σύνοψις ἱστοριῶν, ed. J. Thurn, «Βασίλειος καὶ Κωνσταντῖνος», 43.38-41: «Ἐν Ἀθήναις δὲ γενόμενος, καὶ τῇ Θεοτόκῳ τὰ τῆς νίκης εὐχαριστήρια δοὺς καὶ ἀναθήμασι λαμπροῖς καὶ πολυτελέσι κοσμήσας τὸν ναόν, ὑπέστρεψεν εἰς Κωνσταντινούπολιν».
[36] Alison Frantz, “From paganism to Christianity in the temples of Athens”, Dumbarton Oaks Papers 19 (1965), σελ. 201.
ΓΙΑΝΝΗ Κ. ΤΣΕΝΤΟΥ
πηγή: Ἀκτῖνες (2009) 266-280, 297-303