Ο Πατέρας μας, ο Θεός, μας περιμένει. Ας σπεύσουμε να πέσουμε στην αγκαλιά Του και με συντριβή και εμπιστοσύνη στην αγάπη Του ας ζητήσουμε, μέσα από την εξομολόγηση, τη συγχώρηση για τα λάθη μας και τις μικρές ή μεγάλες αμαρτίες μας.
«Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς· καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. Καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. Καὶ μετ’ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱός, ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν· καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ, ζῶν ἀσώτως. Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα, ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης· καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων, ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθών, εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱὸς· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρὶ· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη».
«Ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακρὰν»
Ο νέος της παραβολής, όλα τα είχε στο πατρικό σπίτι. Δεν τα εκτίμησε όμως. Γι’ αυτό και απαίτησε από τον πατέρα το μερίδιο της κληρονομιάς «καὶ ἀπεδήμησε εἰς χώραν μακρὰν καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως». Πόσα κρύβονται κάτω από αυτές τις λέξεις!
Και δεν αργεί να φθάσει στο απογοητευτικό τέρμα, που είναι ο εξευτελισμός και η απόγνωση!
Πόσο σφίγγεται η καρδιά μας όταν αναλογιζόμαστε ότι αυτή η τραγική ιστορία επαναλαμβάνεται και σήμερα! Γιατί δυστυχώς η αμαρτία δεν έπαυσε να παραπλανά τους ανθρώπους.
Το λόγο και τις εντολές του Θεού τα παρουσιάζει σαν βαριές αλυσίδες. Τη γαλήνη που δίνει η χριστιανική ζωή, σαν ανάξια λόγου. Την πείρα και τις συμβουλές των παλαιοτέρων, σαν απαρχαιωμένες αντιλήψεις. Έτσι, πολλοί, ξεγελασμένοι από τα θέλγητρα της αμαρτίας, αποτινάζουν αυτό το «ζυγό» και φεύγουν «εἰς χώραν μακράν». Ο ένας κατευθύνεται στους βάλτους της ασωτίας. Ο άλλος στον πειρασμό της δοκιμής κάποιων παραδείσων. Ο τρίτος στη μανία του εύκολου -κι ανήθικου φυσικάπλουτισμού. Ο τέταρτος στην αθεΐα… Όλοι αυτοί μακριά από τον Θεό. Κι εκεί διασκορπίζουν «τὰ ὑπάρχοντα αὐτῶν», την πίστη, τιμιότητα, αγνότητα, υγεία, την ψυχή τους… Πόσο απατηλό το κυνηγητό της αμαρτίας! Πόσο επικίνδυνο να παίρνουν σαν πρότυπό τους, να βάζουν σαν ήρωά τους τον άσωτο! Και το ακόμη τραγικότερο είναι πως δεν τον παίρνουν μέχρι τέλους οδηγό στη ζωή τους. Τον ακολουθούν ως τη μέση, ως το χοιροστάσιο.
Και μένουν σ’ αυτό. Ενώ ο άσωτος προχωρεί.
Πορεία προς τη λύτρωση
Κάποτε ήλθε στον εαυτό του και είπε «ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου». Ένιωσε πως ήταν χίλιες φορές προτιμότερο να βρεθεί στα πόδια του πατέρα του, παρά στα ξένα χέρια δούλος. Αποφάσισε να γυρίσει. Και να ομολογήσει την ενοχή του με συντριβή και ειλικρίνεια.
Χωρίς αναβολή πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Η υποδοχή που βρήκε, ξεπέρασε κάθε προσδοκία του. Με πόση ανακούφιση παρακολουθούμε το ευχάριστο τέλος της φοβερής του περιπέτειας! Όμως πόσο λυπόμαστε, όταν σκεπτόμαστε πόσο λίγοι τον ακολουθούν στη μετάνοια. Τι να φταίει άραγε; Ποιο είναι αυτό που μας κρατάει μακριά από την επιστροφή;
Ο πονηρός και η αμαρτία άλλον τον εμποδίζουν με την αναβολή. Άλλον με την αμφιβολία. Άλλον με την απόγνωση. Άλλον με τη συνήθεια η την ειρωνεία από τους άλλους… Με πολλούς τρόπους πολεμά την επιστροφή και μετάνοιά μας ο πειρασμός. Προσπαθεί να ματαιώσει τη λύτρωσή μας. Μην αφήσουμε την ψυχή μας στα απατηλά του δίχτυα. Ο Πατέρας μας, ο Θεός, μας περιμένει. Ας σπεύσουμε να πέσουμε στην αγκαλιά Του και με συντριβή και εμπιστοσύνη στην αγάπη Του ας ζητήσουμε, μέσα από την εξομολόγηση, τη συγχώρηση για τα λάθη μας και τις μικρές ή μεγάλες αμαρτίες μας.
Αυτές τις ημέρες μας καλεί η Εκκλησία σε μετάνοια. Ας γεμίσει η σκέψη μας μ’ αυτή τη σκηνή:
«Καὶ δραμὼν (ο πατέρας) ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν». Τι απύθμενη αγάπη! Δεν είναι φοβερό, να έχουμε έναν τέτοιο Πατέρα και περιφρονητικά να τον αποφεύγουμε;
Πηγή: Περιοδικό ΖΩΗ, τεύχος Φεβρουαρίου 2022