῾Η λέξις «λογισµός», µεταξὺ τῶν ἄλλων ἐννοιῶν, ἔχει τὸ νόηµα τῆς σκέψεως καὶ τοῦ στοχασµοῦ1. Στὴν ἀσκητικὴ γραµµατεία τῆς Ὁρθοδόξου Ἐκκλησίας ὁ ὅρος σηµαίνει ὄχι «ἁπλῶς τὶς σκέψεις, ἀλλὰ τὶς εἰκόνες καὶ τὶς παραστάσεις κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὑπάρχουν καὶ οἱ κατάλληλες κάθε φορὰ σκέψεις.
Οἱ εἰκόνες µαζὶ µὲ τὶς σκέψεις λέγονται λογισµοί»2. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Σιναΐτη «ἀρχὴ τῶν λογισµῶν καὶ αἰτία, ἡ διαιρεθεῖσα ἑνοειδὴς διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ ἀνθρώπου ἁπλῆ µνήµη»3. ῾Ο νοῦς δηλ. τοῦ ἀνθρώπου, πρὸ τῆς πτώσεως, ἦταν ἑνιαῖος καὶ ὄχι διασπασµένος. Ἐστρέφετο διαρκῶς πρὸς τὸν Θεὸ καὶ δὲν τὸν ἀπασχολοῦσαν ἄλλες σκέψεις. Μετὰ τὴν πτῶσι ὁ νοῦς διασπᾶται, καὶ συνεχῶς πλέον «γεννᾶ» σκέψεις. Κατὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου µας πηγὴ τῶν πονηρῶν λογισµῶν εἶναι ἡ ἐµπαθὴς καρδία τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. τὸ ἐσωτερικό του εἶναι. «Ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισµοὶ πονηροί, φόνοι, µοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδοµαρτυρίαι, βλασφηµίαι»4. Καὶ κατὰ τὸν ἅγιο Βασίλειο «ῥίζα τῶν διὰ τοῦ σώµατος ἐνεργειῶν τὸ ἐν καρδίᾳ βούλευµα»5. Τρόποι εἰσόδου τῶν πονηρῶν λογισµῶν στὴν ψυχή µας εἶναι ἡ µνήµη, ὁ ἴδιος ὁ διεσπασµένος νοῦς µας, ἡ φαντασία, τὸ σῶµα µας, οἱ αἰσθήσεις. Οἱ δαίµονες ἀφήνονται καὶ χρησιµοποιοῦν ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ εἰσέλθουν στὴν ψυχή µας καὶ νὰ τὴν αἰχµαλωτίσουν. «Οἱ λογισµοὶ … ὡς κλίµακι τῇ φαντασίᾳ χρώµενοι, ἀναβαίνουσι µὲν πρὸς τὸν νοῦν ἀπὸ τῆς αἰσθήσεως … καταβαίνουσι δὲ πρὸς αὐτὴν ἐξ αὐτοῦ»6. Οἱ νηπτικοὶ Πατέρες διδάσκουν ὅτι ἡ ἁµαρτία ἀκολουθεῖ ὡρισµένα στάδια µέχρι τὴν πλήρη διάπραξί της. Τὰ στάδια αὐτὰ εἶναι τὰ ἑξῆς: προσβολή, συνδυασµός, πάλη, συγκατάθεσις, προπαρασκευή, ἀπόπειρα, καὶ τέλεσις. Τονίζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι ἡ προσβολὴ δὲν εἶναι ἐφάµαρτος. Ἡ ἀπροσεξία, ὅµως, κατὰ τὴν εἴσοδο τοῦ πονηροῦ λογισµοῦ στὴν ψυχὴ καὶ ἡ µὴ ἔγκαιρος ἀπόκρουσίς του ὁδηγεῖ τὴν ψυχὴ στὸ βάραθρο τῆς ἁµαρτίας. Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιµο «ἐκ τῶν ὑποκειµένων τῇ ψυχῇ παθῶν, λαµβάνουσιν οἱ δαίµονες τὰς ἀφορµὰς τοῦ κινεῖν ἐν ἡµῖν τοὺς ἐµπαθεῖς λογισµούς· εἶτα διὰ τούτων πολεµοῦντες τὸν νοῦν, ἐκβιάζονται αὐτὸν εἰς συγκατάθεσιν ἐλθεῖν τῆς ἁµαρτίας· ἡττηθέντος δὲ αὐτοῦ, ἄγουσιν εἰς τὴν κατὰ διάνοιαν ἁµαρτίαν καί, ταύτης ἀποτελεσθείσης, φέρουσιν αὐτὸν λοιπὸν αἰχµάλωτον εἰς τὴν πρᾶξιν· µετὰ δὲ ταύτης λοιπὸν οἱ τὴν ψυχὴν διὰ τῶν λογισµῶν ἐρηµώσαντες, σὺν αὐτοῖς ὑποχωροῦσιν, µένει δὲ µόνον ἐν τῷ νῷ τὸ εἴδωλον τῆς ἁµαρτίας»7! Μιὰ ἄλλη σοβαρὴ συνέπεια τῶν ἀκαθάρτων λογισµῶν εἶναι ὅτι συνηθίζουν τὸν ἄνθρωπο σὲ µιὰ πλασµατικὴ ζωὴ διὰ τῆς φαντασίας. «῞Ωσπερ τοῦ πεινῶντος ὁ νοῦς ἄρτον φαντάζεται καὶ τοῦ διψῶντος ὕδωρ, οὕτω καὶ τοῦ γαστριµάργου ποικιλίας ἐδεσµάτων καὶ τοῦ φιληδόνου µορφὰς γυναικῶν· καὶ ὁ τοῦ κενοδόξου τὰς ἐξ ἀνθρώπων τιµάς, καὶ τοῦ φιλαργύρου τὰ κέρδη· καὶ τοῦ µνησικάκου τὴν ἄµυναν τοῦ λυπήσαντος· καὶ τοῦ φθονεροῦ τὴν κάκωσιν τοῦ φθονουµένου· καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων παθῶν ὁµοίως. Ἐκ γὰρ τῶν παθῶν ὀχλούµενος ὁ νοῦς λαµβάνει τὰ ἐµπαθῆ νοήµατα, καὶ ἐγρηγορότος τοῦ σώµατος καὶ κατὰ τοὺς ὕπνους»8. Ὁ λογισµὸς π.χ. µᾶς ἐπαναφέρει στὴν µνήµη µας ἕνα ἐπεισόδιο ὅπου κάποιος µᾶς ἐξύβρισε. Τότε ἀρχίζει ἡ φαντασία µας νὰ πλάθη µιὰν ἀντίδρασι κατὰ τοῦ ἀναγώγου αὐτοῦ, µὲ ὕβρεις, χειροδικίες, κ.λπ., τερποµένης τῆς ψυχῆς µας ἀπὸ τὴν ἱκανοποίησι αὐτή, ἡ ὁποία βεβαίως εἶναι ἀνύπαρκτος, φανταστική, ἐνίοτε, ὅµως, µᾶς ὠθεῖ στὴν διάπραξι τῆς ἀντιδράσεως. Εἶναι θλιβερὸ τὸ ὅτι ἡ σύγχρονος ζωὴ ὠθεῖ µὲ τὰ µέσα της σὲ µιὰν φαντασιακὴ βίωσι τῆς πραγµατικότητος. «Συµβαίνει πραγµατικά, ἐξαιτίας τῆς ἔξαρσης τῆς διανόησης στὸν 20ὸ αἰώνα καὶ τῆς ἐξηµµένης φαντασίας (ποὺ καλλιεργήθηκε µὲ τὴν ἀχώνευτη λογοτεχνία, ποίηση, τέχνη καὶ πρὸ παντὸς µὲ τὸν κινηµατογράφο καὶ τὴν τηλεόραση), νὰ ζεῖ κανεὶς πλασµατικὲς καταστάσεις παίρνοντάς τες γιὰ ἀληθινὲς καὶ νὰ οἰκοδοµεῖ θεωρίες ὁλόκληρες πάνω σ᾽ αὐτὴ τὴν πλάνη»9. Κι αὐτὸ δὲν εἶναι ἄσχετο µὲ τὴν ἄγνοια τῶν σηµερινῶν ἐκκοσµικευµένων χριστιανῶν γιὰ τοὺς λογισµοὺς καὶ τὸ ἔργο τους.
Ι.Κ.Αγγελόπουλος
Προτεινοµένη βιβλιογραφία
Βενεδικτου Ιεροµονάχου, Οἱ λογισµοὶ καὶ ἡ ἀντιµετώπισίς τους, (Νέα Σκήτη ῾Αγ. ῎Ορους: Συνοδία Σπυρ. ῾Ιεροµονάχου, 1997).
Βλάχου Ιεροθεου, Ὁρθόδοξη Ψυχοθεραπεία, (Λεβάδεια: ῾Ι.Μ.Γενεθλίου Θεοτόκου, 19893).
Βουτυρά Νικήτα, Πατερικὲς ἐµπειρίες (Ἀθήνα: Ζωή, 1987).
Κορναράκη Ιωάννου, Στοιχεῖα νηπτικῆς ψυχολογίας, (Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη, 1982).
Larchet Jean – Claude, Ἡ θεραπευτικὴ τῶν πνευµατικῶν νοσηµάτων, τόµ. Β’ (Ἀθήνα: Ἀποστ. ∆ιακονία, 2008).
Παραπομπές
1 Βλ. ∆ηµητρίου ∆ηµητράκου, Ἐπίτοµον Λεξικὸν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης (Ἀθῆναι: Γιοβάνης, 1969), σ. 865.
2 Ἱεροθέου Βλάχου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία (Λεβάδεια: Ἱ.Μ.Γενεθλίου Θεοτόκου, 19895), σ. 203.
3 Γρηγορίου Σιναΐτου, Κεφάλαια πάνυ ὠφέλιµα, ξ´ (Φιλοκαλία, τόµ. ∆´, σ. 39).
4 Ματθ. 15: 19. Πρβλ. Ματθ. 12: 34: «ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύµατος τῆς καρδίας τὸ στόµα λαλεῖ».
5 Μ. Βασιλείου, Ὁµιλία εἰς τὸν Α´ Ψαλµόν, 4 (ΒΕΠ 52,15).
6 Ἠλία Πρεσβυτέρου, Ἀνθολόγιον γνωµικόν, κστ´ (Φιλοκαλία, τόµ. Β´, 301).
7 Μαξίµου Ὁµολογητοῦ, Κεφάλαια περὶ ἀγάπης, Β´, λα´ (Φιλοκαλία, τόµ. Β´, σ. 18).
8 Μαξίµου Ὁµολογητοῦ, Κεφάλαια περὶ ἀγάπης, Β´, ξη´ (Φιλοκαλία, τόµ. Β´, σ. 23).
9 Σωτήρη Γουνελᾶ, «Σηµειώµατα γιὰ ἐπείγοντα ζητήµατα στὴ ζωὴ τῶν Ὀρθοδόξων», Σύναξη 43/1992, σ. 28.
πηγή: Παρεμβολή, Τεύχος 91