«Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἁμαρτία, ἐπειδὴ χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, καὶ τὸν γεμίζει μὲ ὅ,τι εἶναι θανάσιμο.»
«Ὅταν ἡ ἁμαρτία διαπράχθηκε καὶ ἑδραιώθηκε μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἀμέσως γεννήθηκε ὁ θάνατος. Μία ἁμαρτία, ἕνας θάνατος· πολλὲς ἁμαρτίες, πολλοὶ θάνατοι. Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει καὶ τὴν ἑξῆς ἀνυπέρβλητη ἀλήθεια: ‘ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον’ (Ἰακ. 1: 15). Ὅσο καὶ ἂν δὲν τὸ θέλει ὁ ἄνθρωπος, ὁ μισθὸς τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ θάνατος, πάντα αὐτὸς καὶ μόνον αὐτός (Βλ. Ῥωμ. 6: 23). Παραμένοντας ἀμετανόητος στὶς ἁμαρτίες, ὁ ἄνθρωπος παραμένει οἰκειοθελῶς στοὺς πολλοὺς θανάτους, οἱ ὁποῖοι ἐπίμονα καὶ ἀνελέητα νεκρώνουν καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιὰ καὶ τὸν νοῦ καὶ τὴν συνείδηση καὶ τὴν θέληση γιὰ κάθε τι τὸ Θεῖο, ὅπως εἶναι ἡ Θεία Ἀλήθεια, Δικαιοσύνη, Ἀγάπη καὶ Ζωή. Στὴν οὐσία, οἱ ἁμαρτίες μόνον αὐτό κάνουν, ἀ-θεώνουν τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁδηγοῦν στὸν θάνατο, τὸν ἀπονεκρώνουν. Ποιός, ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, δὲν κατακριμνίσθηκε λόγῳ τῆς ἁμαρτίας σὲ ἀναρίθμητους πνευματικοὺς θανάτους; Ποιὸς δὲν πέθανε ἀμέτρητες φορὲς μέσα στὶς ἁμαρτίες του; Δὲν ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις· ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὑπόκεινται στὴν ἁμαρτία, ὑπόκεινται στὰ τρομακτικὰ χτυπήματά της. Σὲ τελευταία ἀνάλυση, ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀπερίγραπτα φοβερότερη καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο, ἐπειδὴ μόνο αὐτὴ παράγει, γεννᾶ τὸν θάνατο. Ἡ ἐπιθυμία ὅλων τῶν ἀνθρώπων εἶναι νὰ καταστρέψουν τὸν θάνατο. Αὐτὸ ὅμως σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ καταστρέψουν τὴν ἁμαρτία, πράγμα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κατορθώσει καμμία ἀνθρώπινη δύναμη, παρὰ μόνον θεϊκή, καὶ ὄχι ἁπλῶς μία δύναμη, ἀλλὰ Ὅλος ὁ Θεὸς, γιατὶ κάθε ἁμαρτία εἶναι μία διαβολικὴ δύναμη, δηλαδὴ ὅλος ὁ διάβολος. Δεῖτε τὴν ἁμαρτία ἀπὸ ὁποιαδήποτε πλευρά της, ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές της, καὶ μέσα της θὰ βρεῖτε μόνον ἕνα πράγμα· διάβολο, διάβολο, διάβολο καὶ τίποτε ἄλλο. Ἐπειδὴ ἡ ἁμαρτία εἶναι διὰ τοῦ διαβόλου τόσο ἰσχυρὴ δύναμη, κατῆλθε στὸν κόσμο μας Ὅλος ὁ Θεός, ‘πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος’ (Κολ. 2,9), γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, συνεπῶς ἀπὸ τὸ θάνατο, καὶ ἄρα, ἀπὸ τὸν διάβολο. Γι’ αὐτὸ καὶ μόνον γι’ αὐτὸ ἦλθε ὁ Χριστὸς ἀνάμεσά μας καὶ παρέμεινε Ὅλος ὡς Ἐκκλησία ἀνάμεσά μας: γιὰ νὰ ζωοποιήσει, νὰ ἀναστήσει ἐμᾶς, τοὺς ἐν ἁμαρτίαις νεκροὺς, ἀπὸ ὅλους τοὺς θανάτους. Τὸ ἔπραξε, καὶ ἀδιαλείπτως τὸ πράττει στοὺς αἰῶνες, γιὰ ἐκείνους ποὺ μὲ πίστη προσέρχονται σ’ Αὐτόν, γιατὶ Αὐτὸς ὑπάρχει Ὅλος στὴν Ἐκκλησία Του, στὸ Σῶμα Του, Αὐτὸς εἶναι ἡ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, Αὐτὸς εἶναι ‘τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου’. (Ἐφ. 1,23). Αὐτός, ποὺ εἶναι τὰ πάντα γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς, τὰ πάντα μέσα στὴν ψυχή τους, στὴν καρδιά τους, στὴν ζωή τους (Ἐφ. 2, 1· 5-6). Καὶ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἐνυπάρχει μέσα τους ὁ Χριστός, ὁλόκληρος ὁ Θεός, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ παραμείνουν μέσα τους οἱ ἁμαρτίες, καὶ συνεπῶς, ὁ διάβολος;»[1].
[1] Ιουστινου Ποποβιτς, Δογματική. Ὀρθόδοξη Φιλοσοφία τῆς ἀλήθειας (Ἅγιον Ὄρος: Μονὴ Βατοπαιδίου, 20192), σσ. 122-123.