Κάνουμε λόγο γιὰ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, γιὰ τὴν μετὰ τὸν θάνατο ζωή, χωρὶς νὰ ἀναφερθοῦμε στὸ τί εἶναι ζωὴ καὶ τί εἶναι θάνατος;
Καὶ τοῦτο διότι γιὰ τὸν Χριστιανὸ ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη ἔννοια τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Τί εἶναι ζωή; Τί εἶναι θάνατος; Ἡ κατάσταση ποὺ προηγεῖται ἀπὸ τὸν χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα ἢ ἡ κατάσταση ποὺ ἐπακολουθεῖ; Γιὰ τὴν χριστιανικὴ σκέψη εἶναι κάτι πολὺ διαφορετικό. Ἀνάγεται στὴν πνευματικὴ σφαῖρα τοῦ ἀνθρώπου. Θάνατος εἶναι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται καὶ χωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὸς ὁ χωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι ὁ ἀληθινὸς θάνατος, γιατί ὁ ἄνθρωπος ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν πηγή του. Παύει νὰ τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχή του ἐπειδὴ δὲν τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὶς θεῖες ἐνέργειες, ἐπειδὴ δὲν ζωογονεῖται ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τοῦ θείου φωτός, ἀτροφεῖ, μαραζώνει, νεκρώνεται. Βυθίζεται μέσα στὴν ἀθλιότητά της.
«Καὶ ἡμᾶς νεκροὺς ὄντας τοῖς παραπτώμασι» (Ἐφεσ. β’ 1) γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἤμασταν νεκροὶ ἀπὸ τὰ παραπτώματά μας, ὅταν ζούσαμε μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ πρώτη, δηλαδή, αἰτία ὄχι μόνο τοῦ σωματικοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ πνευματικοῦ θανάτου εἶναι ἡ ἁμαρτία. «Τὸ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία» (Α’ Κορινθ. ιε’ 56). Αὐτὴ τὴν ἔννοια τονίζουν ἰδιαίτερα οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ σωματικὸς θάνατος πάει πιὰ σὲ πολὺ δεύτερη μοῖρα. «Εἷς θάνατος, ἡ ἁμαρτία. Ψυχῆς γὰρ ὄλεθρος», ἔγραφε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Καὶ ὁ Μ. Βασίλειος διεκήρυττε: «Ὑπὲρ ἁμαρτίας κλαῖε. Αὕτη ἀρρωστία ψυχῆς. Αὕτη θάνατός ἐστι τοῦ ἀθανάτου. Αὕτη πένθους ἀξία καὶ ὀδυρμῶν ἀσιγήτων».
Χαρακτηριστικὴ ἡ περίπτωση τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. «Οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη» (Λουκ. ιε’ 24) εἶπε ὁ φιλόστοργος Πατέρας στὴν ἐπιστροφὴ τοῦ χαμένου καὶ ἀποστατημένου παιδιοῦ του. Νεκρὸς ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἔστω καὶ ἂν φαινόταν ὅτι ζεῖ. Ἴσχυαν γι’ αὐτὸν τὰ λόγια τῆς Ἀποκαλύψεως «ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καὶ νεκρὸς εἶ» (γ’ 1). Ψεύτικη καὶ ἀπατηλὴ ἡ ζωὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Στὴν πραγματικότητα δὲν ζεῖ. Εἶναι νεκρός.
«Εἷς θάνατος, λοιπόν, ἡ ἁμαρτία». Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς θάνατος. Νεκροὶ δὲν εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θάφτηκαν μέσα στὴ γῆ. Νεκροὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔθαψαν τὴν ψυχή τους μέσα στὸ σῶμα. Ἐνῶ ὅσοι ἔζησαν μὲ ἀρετὴ καὶ ἔλαμψαν μὲ τὰ ἔργα τῆς δικαιοσύνης, ἔστω καὶ ἂν πέθαναν, ἐξακολουθοῦν νὰ ζοῦν κοντὰ στὸν Θεό. Ὁ θάνατος ὁ πιὸ τρομερός, ὁ ἀληθινὸς θάνατος, εἶναι αὐτὸς ποὺ παράγεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ μᾶς ἀποκόβει ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος δὲν δέχεται, ὅτι θὰ γνωρίσουν θάνατο ὅσοι πιστεύουν σ’ Αὐτὸν καὶ ἐφαρμόζουν τὸν λόγο Του καὶ τὶς ἐντολές Του: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. η’ 51). Δὲν θὰ ἀντικρίσει ποτὲ τὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο, δηλαδὴ τὸν χωρισμό του ἀπὸ τὸν Θεό.
Παρατηρεῖ εὔστοχα ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅπως πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ζωντανοὺς ἔχουν κιόλας πεθάνει, γιατί ἔσκαψαν καὶ ἔβαλαν τὴν ψυχή τους, ὅπως βάζουν τὸ σῶμα στὸν τάφο, ἔτσι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ζοῦν, γιατί ἔλαμψαν μὲ τὴν ἀρετή τους. Διότι ὁ χειρότερος καὶ πραγματικὸς θάνατος εἶναι αὐτὸς ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Αὐτὸν τὸν θάνατο δὲν τὸν γεύονται ὅσοι πιστεύουν στὸν Χριστό. Ἐκεῖνος ποῦ ζεῖ μαζί μου καὶ πιστεύει σὲ μένα δὲν πρόκειται νὰ πεθάνει» λέει ὁ Κύριος.
Καὶ συνεχίζει, ὁ Χρυσόστομος, γιὰ νὰ μᾶς πεῖ ἀκριβῶς ποιὸς εἶναι ὁ σωματικὸς θάνατος καὶ ποιὰ τῆς ψυχῆς ἡ νέκρωση: «Ὅπως ὑπάρχει θάνατος τοῦ σώματος, ἔτσι ὑπάρχει καὶ θάνατος τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχὴ ποὺ ἁμαρτάνει αὐτὴ καὶ θὰ πεθάνει, λέει ἡ Γραφή· Δὲν εἶναι τέτοιος, ὅπως ὁ σωματικὸς θάνατος, ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ πολὺ χειρότερος. Ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς εἶναι φρικτὸς καὶ φοβερός. Τί εἶναι ἡ νέκρωση τῆς ψυχῆς; Ὅπως τὸ σῶμα, τότε νεκρώνεται, ὅταν ἡ ψυχὴ παύει νὰ τὸ ζωοποιεῖ, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τότε νεκρώνεται, ὅταν παύσει νὰ τὴν ζωογονεῖ μὲ τὴν θεία ἐνέργειά του τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο». Ἑπομένως ὁ θάνατος εἶναι κάτι ἀδιάφορο. «Οὐ γὰρ κακὸν ὁ θάνατος, ἀλλὰ κακὸν τὸ ἀποθανόντα κολάζεσθαι· οὐδὲ καλὸν ὁ θάνατος, ἀλλὰ καλὸν τὸ ἀπελθόντα σὺν Χριστῷ εἶναι· τὰ μετὰ θάνατον ἢ καλὰ ἢ κακά».
Γίνεται, λοιπόν, φανερὸ πόση ἀξία δίνει ὁ Χριστιανισμὸς καὶ στὴν παροῦσα ζωή. Ἡ κάθε στιγμὴ παίρνει ἰδιαίτερη σημασία, ἀφοῦ ἀπὸ αὐτὴν θὰ ἐξαρτηθεῖ τὸ αἰώνιο μέλλον μας. Ἀφοῦ ἡ ἄλλη ζωὴ δὲν θὰ εἶναι παρὰ ἡ συνέχεια τῆς ἐδῶ, μὲ πόση προσοχὴ πρέπει νὰ ἀσκεῖται καὶ νὰ βιώνεται. Θὰ εἴμαστε γιὰ πάντα, αἰώνια, αὐτὸ ποὺ εἴμαστε τώρα, αὐτὸ ποὺ ζοῦμε στὴν τωρινή μας ζωή. Ἐκεῖ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἡ ψυχὴ βρίσκει τὸ πλήρωμα τῆς χαρᾶς, τὴν ἐκπλήρωση ὅλων τῶν ὄμορφων πόθων της. Δὲν βρίσκει ἁπλῶς μιὰ ἀνάπαυση, μιὰ ἀνακούφιση ἀπὸ τὰ δεινὰ της παρούσας ζωῆς. Οὔτε ζεῖ σὲ μιὰ κατάσταση ἀκινησίας. Ζεῖ σὲ μιὰ συνεχῆ ἀνακάλυψη τοῦ ἀνεξάντλητου θεϊκοῦ πλούτου. Κάθε φορὰ καὶ νέες ἀκτῖνες θείας δόξας ἀποκαλύπτονται. Ἡ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ δημιουργοῦν ὕψιστη ἱκανοποίηση, χωρὶς ποτὲ νὰ προκαλοῦν κορεσμό. Ἡ θέα τοῦ θεϊκοῦ μεγαλείου θὰ ἀποτελεῖ γιὰ κάθε ψυχὴ τὸ ὕψιστο ἀγαθό.
Πηγή: περιοδικὸ Ζωὴ (2020), σ. 42.