Η δράση κάθε χριστιανού στον κόσμο συνοδεύεται με την, πολλές φορές κακώς νοούμενη, αγωνία του για την απόκτηση όσο το δυνατόν περισσοτέρων αρετών. Στο βαθμό που αυτό γίνεται αυτοσκοπός, μας απομακρύνει από τη σωτηριολογική έννοια της πίστης μας. O άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αποσαφηνίζει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ασκείται η αρετή ώστε τελικά να αποτελέσει μέσο για τη σωτηρία μας και όχι όλεθρο. |
Πρέπει να γνωρίζουμε το εξής, ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε στο μέτρο της οποιασδήποτε αρετής ,παρά μόνο με κοπιαστική φιλοπονία με στόχο την απόκτησή της, αφού προσπαθήσουμε με όλη τη δύναμή μας και για όλη μας τη ζωή να το επιτύχουμε με την πράξη, όπως λόγου χάρη συμβαίνει με την ελεημοσύνη, την εγκράτεια την προσευχή, την αγάπη, ή κάποια από τις γενικές αρετές. Διότι απ’ αυτές μερικώς ο καθένας από εμάς ασκεί κάποια αρετή.
Aσκεί, παραδείγματος χάριν, κανείς πότε – πότε την αρετή της ελεημοσύνης, αλλά επειδή την ασκεί μερικώς (πρόσκαιρα), δεν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ελεήμονα, και πολύ περισσότερο όταν η αρετή αυτή δεν ασκείται με τρόπο καλό και θεάρεστο. Διότι το καλό δεν είναι καλό, όταν δεν γίνεται με τρόπο συνετό και θεάρεστο, αλλά είναι όντως καλό όταν δεν περιμένει ανταπόδοση γι’ αυτό, ούτε αποσκοπεί στην ανθρωπαρέσκεια από τη φήμη του πραγματοποιηθέντος καλού, ή στην επιδίωξη εφήμερης δόξας, ούτε προέρχεται από πλεονεξία και αδικία, αφού ο Θεός δεν ζητεί εκείνα που γίνονται και θεωρούνται από τους ανθρώπους καλά, αλλά το σκοπό για τον οποίο γίνονται αυτά.
Kαι λένε οι θεοφόροι Πατέρες, πως όταν ο νους λησμονεί το σκοπό της ευσέβειας ,τότε το έργο που φαίνεται ενάρετο, καταντά ανώφελο. Διότι όσα γίνονται χωρίς διάκριση και χωρίς τον πραγματικό σκοπό, που είναι η ευσέβεια όχι μόνο δεν ωφελούν, κι αν ακόμη είναι καλά, αλλά βλάπτουν. Όπως αντίθετα συμβαίνει και με εκείνα που θεωρούνται κακά μεν από τους ανθρώπους, γίνονται όμως με θεοσεβή σκοπό και σύμφωνα με τις εντολές του Θεού, όπως λόγου χάρη εκείνος που εισήλθε σ’ ένα πορνείο για να αποσπάσει από την απώλειά της την πόρνη.
Aπ’ όσα είπαμε γίνεται φανερό ότι δεν είναι ελεήμων εκείνος που ασκεί κάπου – κάπου την ελεημοσύνη, ούτε πάλι εγκρατής εκείνος που κάποιες στιγμές εγκρατεύεται, αλλά εκείνος που συνεχεία και σε όλη τη διάρκεια της ζωής του άσκησε την αρετή με ασφαλή διάκριση.
Διότι η διάκριση είναι η μεγαλύτερη απ’ όλες τις αρετές γι’ αυτό και θεωρείται βασίλισσα τους και καλείται αρετή των αρετών.
Το ίδιο όμως συμβαίνει και με τα αντίθετα των αρετών, τα πάθη, διότι δεν αποκαλούμε κάποιον πόρνο ή μέθυσο ή ψεύτη επειδή έπεσε κάποια στιγμή σ’ ένα απ’ αυτά τα πάθη , αλλά εκείνον που συνεχώς στη ζωή του ζει μέσα σ’ αυτά τα πάθη και παραμένει αδιόρθωτος και αμετανόητος.
Mαζί με όσα είπαμε, πρέπει να γνωρίζουμε και τούτο, που είναι αναγκαιότατο σ’ όλους όσοι αγωνίζονται με πνεύμα πρόθυμο να επιτύχουν την αρετή και να αποκόψουν την κακία . Ότι δηλαδή, όπως η ψυχή έχει ασύγκριτα μεγαλύτερη αξία από το σώμα και σε πολλά και μέγιστα θέματα θεωρείται σπουδαιότερη και πολυτιμότερη, έτσι και οι ψυχικές αρετές και μάλιστα οι θεομίμητες και θεώνυμες, είναι ανώτερες από τις σωματικές αρετές.
Tο ίδιο, αλλά με αντίθετη φορά ισχύει και για τα ψυχικά (που είναι χειρότερα) και τα σωματικά πάθη. Διαφέρουν δηλαδή και ως προς στις ενέργειες τους και ως προς την έκτιση των ποινών που τους επιβάλλονται, αν και στους περισσότερους ανθρώπους, δεν γνωρίζω γιατί τους διαφεύγει.
Λόγου χάρη τη μέθη, την πορνεία, τη μοιχεία, την κλοπή κι όλα τα σχετικά με αυτά τα αποφεύγουν ή τα τιμωρούν, διότι φαίνονται στους πολλούς μισητά. Όσον αφορά όμως τα ψυχικά πάθη, που είναι χειρότερα και βαρύτερα απ ‘αυτά και που οδηγούν στην δαιμονική κατάσταση και στην αιώνια κόλαση σαν αμοιβή για εκείνους που τ’ ακολουθούν χωρίς διόρθωση και μετάνοια, οι πολλοί μένουν αναίσθητοι και ασυγκίνητοι.
Κι όταν λεω ψυχικά πάθη εννοώ τον φθόνο ,τη μνησικακία, την πονηρία την αναισθησία και εκείνη που απόστολος Παύλος ονομάζει ρίζα όλων των κακών, τη φιλαργυρία (Α’ Τιμ. ς’ 10) και τα όμοια τους».