Ἡ ἐλευθερία ὡς πρόκληση καὶ ὡς στόχος στὴν πνευματική ζωή

«Παρεμβολή»: Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι τὸ αὐτεξούσιο, εἶναι ἡ ἐλευθερία. Τί θεωρεῖτε ἐσεῖς ὡς ἐλευθερία στὴν πνευματικὴ ζωή;

π. Εὐάγγελος Γκανᾶς: Ἡ ἐρώτηση, ὅπως ἔχει διατυπωθεῖ, ἤδη ὑποκρύπτει τὸν θεμελιώδη πειρασμὸ τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου ἀπέναντι στὴν ἐλευθερία: «Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας λέει αὐτό, ἀλλὰ ἐμεῖς δικαιούμαστε (ἢ μήπως ὀφείλουμε;) νὰ ἔχουμε τὴ δική μας γνώμη». Ἔχουμε ἐδῶ μιὰ ἐπανάληψη, ἀλλὰ ὑπὸ τὴ μορφὴ τῆς παρωδίας, τοῦ βιβλικοῦ «ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν». Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος σφετερίζεται τὴ θέση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπιχειρεῖ νὰ ἀναδιατυπώσει τὸ τί δέον γενέσθαι. Κι αὐτὴ ἡ προσπάθεια ἐμβαπτίζεται ὑπὸ τὸ σεβάσμιο ὄνομα τῆς ἐλευθερίας. 

        Ἂν ὅμως ἡ ἐλευθερία ἤδη ὑπάρχει μέσα μας, ἂν εἶναι μέρος τῆς ὕπαρξής μας ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, τότε ποῦ ἔγκειται τὸ πρόβλημα; Μιὰ πολλὴ εὔστοχη διατύπωση βρίσκουμε στὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα μοι συμφέρει» (Α΄ Κορ. 6, 12). Ὅλα ἐπιτρέπονται, ἔλεγαν οἱ Κορίνθιοι τῆς ἐποχῆς, θυμίζοντας τόσο πολὺ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας,  ἀλλά, ὅπως τοὺς ἐπεσήμανε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δὲν εἶναι ὅλα πρὸς τὸ συμφέρον μας. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νὰ μὴν ἀποδεχθεῖ τὸ δῶρο τῆς ὕπαρξης ποὺ τοῦ προσφέρει ὁ Θεός, νὰ τὸ παραμορφώσει ἢ καὶ νὰ τὸ καταστρέψει ἐντελῶς. Μὲ ἄλλα λόγια ἡ ἐλευθερία εἶναι ἕνα δῶρο, τὸ ὁποῖο προκειμένου νὰ λειτουργήσει ὡς τέτοιο πρέπει πρῶτα νὰ γίνει ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Πρέπει νὰ συνειδητοποιήσει ὁ ἄνθρωπος πὼς ἡ ἀποδοχὴ τοῦ γεγονότος πὼς ὁ ἴδιος εἶναι δημιούργημα, πὼς Θεὸς εἶναι ὁ Θεὸς κι ὄχι ἐμεῖς,  δὲν συνιστᾶ πράξη αὐτοπεριφρόνησης,  ἀλλὰ αὐτογνωσίας.

«Π»: Στὰ πλαίσια τῆς σύγχρονης καὶ κοσμικῆς κοινωνίας, ποὺ ἡ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας τείνει νὰ ἐξομοιωθεῖ μὲ αὐτὴν τῆς ἐλευθεριότητας, ποιὰ πιστεύετε πὼς εἶναι τὰ ἀναγκαῖα ἐφόδια τοῦ ὀρθόδοξου νέου, γιὰ νὰ ἀντισταθεῖ στὴν τάση αὐτή;

 π. Ε.Γ: Αὐτὸ ποὺ καταφάσκεται στὶς μέρες μας εἶναι ἡ βραχυπρόθεσμη ἀπόλαυση, τὸ στιγμιαῖο καὶ τὸ αὐθόρμητο, κι αὐτὴ ἡ στάση ὁδηγεῖ, ὅπως εἶναι φυσικό, στὴν ἀπόρριψη τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐλέγχου, τῆς πειθάρχησης καὶ κάθε μορφῆς ἀσκητικοῦ αὐτο-περιορισμοῦ. Κάθε νόμος, κάθε ἐντολὴ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ἔξω, ἀπὸ κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη συνείδηση ὀνομάζεται ἑτερονομία καὶ ἀπορρίπτεται. Ὡς κυρίαρχη ἀρετὴ προβάλλει ἡ αὐθεντικότητα, ἡ ἱκανότητα δηλαδὴ τοῦ ἀτόμου νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὶς πιὸ μύχιες παρωθήσεις, καταβολὲς ἢ ὑπαρξιακές του ἀνάγκες, τὴν ἐπιθυμία νὰ μιλᾶ καὶ νὰ ἐνεργεῖ χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ συμβάσεις καὶ τυπικότητες. Διαφημιστικὲς καμπάνιες, ὅπως οἱ ἐπιθυμίες σας δὲν μποροῦν νὰ περιμένουν καὶ follow your heart ἐκφράζουν πολὺ χαρακτηριστικὰ αὐτὸ τὸ κλίμα.

        Γιὰ νὰ ἀντισταθεῖ κανεὶς σ’ αὐτὴ τὴν τάση θὰ πρέπει νὰ ἐμπιστευθεῖ τὴν χριστιανικὴ παράδοση, νὰ καταλάβει ὅτι ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι φιλάνθρωπος καὶ ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει μέσα μας, ὡς ἴχνος τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ ποὺ στὴ θεολογικὴ γλῶσσα ὀνομάζεται κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, νὰ ἀνθίσει. Κι ἂν ἀνθίσει αὐτὸ τὸ ἴχνος τοῦ Θεοῦ μέσα μας θὰ ἀρχίσουμε νὰ πορευόμαστε πρὸς τὸν πρωταρχικὸ καὶ αὐθεντικὸ σκοπὸ τῆς ὕπαρξής μας, τὸ τέλος μὲ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ ἔννοια τῆς λέξης, ποὺ εἶναι γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μιὰ ἄλλη θεολογικὴ  ἔκφραση, τὸ καθ’ ὁμοίωσιν. Ἡ ἐμπιστοσύνη αὐτὴ δὲν εἶναι κάτι τὸ θεωρητικό, ἀποδεικνύεται ἐν τοῖς πράγμασι, ὅταν ὁ χριστιανὸς υἱοθετεῖ τὶς πρακτικὲς ποὺ ἔχει προκρίνει ἡ Ἐκκλησία στὴν ἱστορικὴ πορεία της: τὴν προσευχή, τὴν κοινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄσκηση, τὴ νηστεία, τὴ συγχώρηση, τὴ μέριμνα γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ κατατρεγμένους.

       Ἡ ἐλευθερία δὲν συνίσταται στὴν ἀτελεύτητη δυνατότητα ἐπιλογῶν, ὰλλὰ στὴ συγκρότηση μιᾶς προσωπικότητας καὶ ἑνὸς χαρακτήρα γιὰ τὸν ὁποῖο συγκεκριμένες ἐπιλογὲς ἁπλούστατα δὲν τίθενται ποτὲ σὲ ἐσωτερικὴ διαβούλευση.

«Π»: Ἡ προσπάθεια ποὺ καταβάλουμε γιὰ μιὰ ζωὴ σύμφωνη μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ὑπακοὴ στοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἐν τέλει ἀπόρροια ἐλεύθερης βούλησης καὶ γνησίας ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστὸ ἢ μήπως προέρχεται ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου;

π. Ε.Γ: Πίσω καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση ὑποκρύπτεται μιὰ συνήθης σύγχυση. Συχνὰ οἱ χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ μὴ χριστιανοὶ ἐξίσου, τείνουν νὰ προβάλλουν τὴν τελειότητα καὶ νὰ θεωροῦν κάθε τὶ λιγότερο ἀπὸ αὐτὴ ὡς ἀπορριπτέο συμβιβασμό. Ὅποιος ἀνεβάζει ὅμως τόσο ψηλὰ τὸν πῆχυ τῆς πνευματικῆς ζωῆς δείχνει πῶς οὔτε διάκριση διαθέτει, οὔτε τὰ στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς γνωρίζει. Ὁ φόβος τοῦ θανάτου συνιστᾶ βέβαια πρωταρχικὸ καὶ διαρκῆ φόβο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μπορεῖ καὶ νὰ γίνει ἡ ἀφορμὴ γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν Θεό.

      Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διέκριναν τρία στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς: τοῦ δούλου, τοῦ μισθωτοῦ, τοῦ υἱοῦ. Ὁ πρῶτος ἀκολουθεῖ τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς ἀπὸ φόβο, ὁ δεύτερος ἀπὸ ὑπολογισμὸ τοῦ ὀφέλους, ὁ τρίτος ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Πατέρα. Καὶ τὰ τρία στάδια ὅμως γίνονται ἀποδεκτὰ ἀπὸ τὴν πατερικὴ ποιμαντική. Γιατὶ ἡ ποιμαντικὴ μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας διαθέτει τὴ διάκριση ἐκείνη ποὺ ἀπαιτεῖται προκειμένου  νὰ ὁδηγηθεῖ ὁ κάθε πιστὸς ἀπὸ τὸ ἕνα στάδιο στὸ ἄλλο. Τὸ ποῦ θὰ μπορέσει νὰ φτάσει κανεὶς καὶ πῶς θὰ ἀποτιμηθεῖ ἡ συνολικὴ προσπάθειά του ἐπαφίεται στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Ἡ παραβολὴ τῶν ταλάντων εἶναι πολλὴ διδακτικὴ ὡς πρὸς αὐτό.  

       Κάτι ἀνάλογο ἰσχύει καὶ στὴν πορεία τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Μποροῦμε νὰ διακρίνουμε δύο βασικὰ στάδια σ’ αὐτὴ τὴν πορεία. Στὸ πρῶτο, ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει τὴν προσπάθεια ἀποδοχῆς καὶ ἐφαρμογῆς τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ ἐνῶ παράλληλα μέσα του βαθιὰ κάτι δυσφορεῖ. Ἡ προσπάθεια καὶ ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θελήματος τοῦ Χριστοῦ γίνεται «μὴ θελούσης τῆς καρδίας» (Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος).

        Ἂν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἐπιμείνει στὴν προσπάθεια καὶ τὸν ἀγώνα, παρὰ τὶς ἀντιξοότητες καὶ τὶς ὀχλήσεις, τότε ἡ ἐσωτερική του κατάσταση ἀρχίζει σταδιακά, σχεδὸν ἀνεπαίσθητα, νὰ μεταβάλλεται καὶ εἰσέρχεται στὸ δεύτερο στάδιο, ὅπου τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐπιτελεῖται ἀβίαστα, φυσικά, σχεδὸν ἀνεπίγνωστα. Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ἔχει συμβεῖ μὲ ἐκείνους στὴν παραβολὴ τῆς κρίσεως ποὺ θὰ σταθοῦν στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ γιατὶ ἔδωσαν στὸν Χριστὸ τροφή, νερό, φιλοξενία καὶ συμπόνια χωρὶς νὰ συνειδητοποιοῦν πότε τὸ ἔκαναν.

«Π»: Ποιές ἐνέργειες κρίνετε πὼς πρέπει νὰ ὑλοποιηθοῦν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὥστε ἡ ἐλευθερία στὴν πνευματικὴ ζωὴ νὰ ἀποτελέσει στόχο κάθε χριστιανοῦ;

π. Ε.Γ: Ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἐννοῶ ἐδῶ σύσσωμο τὸ σῶμα τῶν πιστῶν καὶ ὄχι μονάχα τοὺς κληρικοὺς ἢ τὴν διοικοῦσα Ἱεραρχία ὅπως συχνὰ ἑρμηνεύεται ἡ ἔννοια στὶς μέρες μας, ὀφείλει μὲ τὴ ζωή της νὰ δίνει στὸν κόσμο μιὰ μαρτυρία τοῦ τί σημαίνει νὰ ζεῖς ἐν ἐλευθερίᾳ κάτω ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.

      Καὶ ἴσως ἡ πιὸ οὐσιαστικὴ μαρτυρία συνίσταται στὸ νὰ σέβεται ἡ Ἐκκλησία τὴν ἐλευθερία κάθε ἀνθρώπου καὶ νὰ ἐνθαρρύνει τὴν  ἀνάληψη τῆς εὐθύνης του γιὰ τὴ ζωή του. Ὑπῆρξαν ἐποχὲς στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, περισσότερο στὴ Δύση, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀνατολή, ὅπου ἡ Ἐκκλησία ἐπιχείρησε νὰ ἀναμορφώσει συλλογικὰ τὴν κοινωνία, θέτοντας τὸν πῆχυ τῶν ἀπαιτήσεων πολὺ ψηλὰ καὶ καθιστῶντας ὑποχρεωτικὸ αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ἀναλαμβάνεται ἐλεύθερα. Κάθε τέτοια πατερναλιστικὴ προσπάθεια ἔχει βραχύβια ἀποτελέσματα, ἐνῶ μακροπρόθεσμα ἀποβαίνει καταστροφικὴ ἀφήνοντας στοὺς ἀνθρώπους αἰσθήματα θυμοῦ καὶ πικρίας. Ἡ ἀποστροφὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητές «μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;» (Ἰωαν. 6, 62)  ἀποκαλύπτει τὸ πραγματικὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐλευθερία.

«Π»: Ἀποτελεῖ τελικὰ ἡ ἐλευθερία οὐσιῶδες χαρακτηριστικὸ τῆς ταυτότητάς μας ἢ πρόκειται γιὰ μιὰ ἀφηρημένη ἔννοια ποὺ σπάνια συναντᾶ κανεὶς μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων;

π. Ε.Γ: Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς θέλει τοὺς ἀνθρώπους ἐλεύθερους ἀποτελεῖ κεντρικὸ στοιχεῖο τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος. Ἤδη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ ἐξαιρετικὴ ἐκείνη ἐνέργεια μέσῳ τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό του καὶ συγκροτεῖ τὸν ἐκλεκτὸ λαό Του, τὸν Ἰσραήλ, εἶναι μιὰ πράξη ἀπελευθέρωσης, ἡ ἔξοδος τῶν Ἑβραίων ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. «Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, ὅστις ἐξήγαγέν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐξ οἴκου δουλείας» (Ἐξοδ.  20, 1). Καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη ἡ ἐλευθερία, ἀφενός, ταυτίζεται μὲ τὴ γνώση τῆς ἀλήθειας, «γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ἡμᾶς» (Ἰωαν. 8, 32) καί, ἀφετέρου, ὁρίζεται ὡς ἡ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀποδέχεται τὸ Εὐαγγέλιο, «ὑμεῖς γὰρ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε ἀδελφοί» (Γαλ. 5, 13).

       Ὁ πνευματικὸς ἀγώνας, ἡ ἀσκητικὴ προσπάθεια, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει ὁ χριστιανὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο δὲν εἶναι κάτι ἀφηρημένο, κάτι ποὺ συναντᾶται σπάνια, ἀλλὰ ἀποτελεῖ τὸν πυρῆνα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Μὲ τὰ λόγια ἑνὸς παλαιοῦ ἁγίου: «Χρὴ ἡμᾶς…μὴ ἑκουσίῳ ζυγῷ δουλείας ἀνέχεσθαι, ἀλλὰ κρατεῖν τὴν ἐλευθερίαν, διὰ τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν, δι’ ὧν ἀναλόγως πᾶσα ἀλήθεια εὑρίσκεται» (Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής). Καὶ μὲ τὰ λόγια ἑνὸς σύγχρονου ἁγίου: «Ν’ ἀγωνίζεσθε στὴν πνευματικὴ ζωή, ἁπλά, ἁπαλά, χωρὶς βία, χωρὶς σφίξιμο καὶ ἄγχος» (Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης). Οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία δὲν ἀποτελοῦν ἐγγενῆ ἀντίφαση, ἀλλὰ τὶς δύο ὄψεις τοῦ ἴδιου νομίσματος ποὺ ὀνομάζεται χριστιανικὴ ζωή.

                                                                                                                                                                                                                                        Ἐπιμέλεια: Σοφία Ντιναλέξη

                                                                                                                                                                                                                               Φοιτ. Ὀδοντιατρικῆς Σχολῆς ΕΚΠΑ

 

πηγή: Περιοδικὸ Παρεμβολή, τεῦχος 116 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *